Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Έντονο είναι το παρασκήνιο εντός του Δ.Σ. της ΕΚΤ, καθώς εντείνονται ασφυκτικά οι πιέσεις από τα λεγόμενα «γεράκια» της ΕΚΤ που ζητούν εδώ και τώρα αυξήσεις των επιτοκίων. Ενδεικτικό το γεγονός ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ζήτησε από τους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής να αποφεύγουν «προσωπικά» σχόλια μετά τις συνεδριάσεις της κεντρικής τράπεζας και για λίγες ημέρες μετά, προκειμένου να αποφεύγονται παρερμηνείες και άστοχες διαρροές που μόνο σύγχυση μπορούν να προκαλέσουν στις αγορές, όπως ανέφεραν πηγές την προηγούμενη εβδομάδα. Τώρα, εννέα πηγές προσκείμενες στον τρόπο σκέψης της ΕΚΤ αποκάλυψαν στο Reuters ότι οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας προσανατολίζονται στο να τερματίσουν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων όσο το δυνατόν νωρίτερα για να προχωρήσουν σε επιτοκιακές αυξήσεις από τον Ιούλιο και όχι από τον Σεπτέμβριο.
Αρκετά μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ ασκούν εδώ και καιρό έντονη κριτική ότι υποτιμήθηκε ο κίνδυνος του πληθωρισμού, ο οποίος εκτινάχθηκε στο 7,5% τον Μάρτιο. Η γερμανική κυβέρνηση ανεβάζει τον πήχη για τον πληθωρισμό στο 6,1% φέτος από το 3,3% που είχε προβλέψει τον Ιανουάριο, σύμφωνα με έγγραφο του Βερολίνου.
Σχεδόν και οι εννέα πηγές της ΕΚΤ αναμένουν τουλάχιστον δύο επιτοκιακές αυξήσεις φέτος μέσα στο σημερινό άκρως πληθωριστικό περιβάλλον, ενώ κάποιες δεν αποκλείουν και μία τρίτη, ανάλογα με το πώς θα εκλάβουν οι αγορές τις πρώτες κινήσεις. Ορισμένοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής σημαίνει επιστροφή σε ένα ουδέτερο επίπεδο επιτοκίων, το οποίο ούτε ενισχύει ούτε και επιβραδύνει την ανάπτυξη. Τοποθετούν το επίπεδο αυτό γύρω στο 1% με 1,5%, που σημαίνει μία επιτοκιακή αύξηση της τάξης των 150 έως 175 μονάδων βάσης πάνω από το σημερινό.
Μία από τις πηγές θεωρεί αυτό εφικτό έως τα τέλη του 2023. Αυτό βεβαίως μπορεί να συμβεί μόλις σταματήσουν οι αγορές ομολόγων, κάτι που και οι εννέα πηγές θεωρούν ότι θα συμβεί στις 30 Ιουνίου ή την 1η Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να αυξήσει τα επιτόκια από τη συνεδρίαση της 21ης Ιουλίου και εφεξής. Επειδή όμως «οι μνήμες μάς στοιχειώνουν», όπως είπε μία από τις πηγές, αναφερόμενη σε λάθη του παρελθόντος, προτείνεται μία στάση αναμονής έως τον Σεπτέμβριο, οπότε θα είναι διαθέσιμες και οι νέες προβλέψεις.