Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η γαλλική ακροδεξιά είναι σήμερα πιο κοντά στην πηγή της εξουσίας από οποιαδήποτε στιγμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα τα καταφέρει ούτε αυτή τη φορά να… πιει νερό. Αλλά πώς έφτασε έως εδώ; Ας θυμηθούμε λίγο.
Πριν από 20 χρόνια, το 2002, ο Ζαν Μαρί Λε Πεν, με ακραίες, ρατσιστικές θέσεις και ρητορική γεμάτη μίσος, σόκαρε τη Γαλλία και την Ευρώπη παίρνοντας το εισιτήριο για τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Απέναντι στον Ζακ Σιράκ δεν είχε βεβαίως καμία τύχη, συγκεντρώνοντας ποσοστό μόλις 17,8%. Αλλά και πάλι ήταν για τον ίδιο και την ακροδεξιά μία «νίκη».
Χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια ακόμη για να κάνει ξανά δυναμικά την εμφάνισή του το «τέρας» της ακροδεξιάς, έχοντας τραφεί καλά από τις αλλεπάλληλες κρίσεις (χρηματοπιστωτική, χρέους, οξεία κοινωνικο- οικονομική και προσφυγική) που βίωσε η Ε.Ε. από το 2008 και έπειτα. Είχε όμως ήδη λειάνει τα νύχια του και έδειχνε επιλεκτικά και μεγάλη προσοχή τα κοφτερά του δόντια. Ήταν δε έτοιμο να ακούσει, να μιλήσει με τους απλούς πολίτες, να τους δώσει λύσεις απέναντι σε πραγματικά προβλήματα και φανταστικούς εχθρούς.
Το 2017 λοιπόν ήταν η κόρη του Λε Πεν, Μαρίν, εκείνη που έφτασε στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Και αντιλαμβανόμενη ότι ο πατέρας της ήταν περισσότερο βαρίδι, παρά παράγοντας ώθησης, φρόντισε να απαλλαγεί από αυτό και να ξεπεράσει την επίδοσή του. Ο Εμανουέλ Μακρόν τελικά επικράτησε και μία ανάσα ανακούφισης ακούστηκε σε όλη την Ευρώπη. Αλλά το 33,9% ήταν ένα ποσοστό που έδειχνε ότι η ακροδεξιά με ένα άκρως επιτυχημένο face lift ήταν εδώ για να μείνει.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο 2022 με τη Λε Πεν, μία πιο «μετριοπαθή» πια πολιτικό, όπως θέλει να παρουσιάζεται, να εκμεταλλεύεται ακόμη μία μεγάλη κρίση – την ενεργειακή και τις ραγδαίες ανατιμήσεις που έχει φέρει σε όλα τα βασικά αγαθά- και να εξασφαλίζει και πάλι την παρουσία της στον δεύτερο γύρο.
Ο Μακρόν πιθανότατα θα εξασφαλίσει την επανεκλογή – οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του έδιναν προβάδισμα 9-10 μονάδων. Αλλά στην τρίτη, σε δύο δεκαετίες, παρουσία της ακροδεξιάς στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, η Μαρίν Λε Πεν θα πετύχει πιθανότατα την καλύτερη – με διαφορά- έως τώρα επίδοση και θα ελπίζει ίσως σε ακόμη μία επιστροφή το 2027.
Ποιος ευθύνεται για το τόσο επιτυχημένο facelift, που καθιστά σε μία αξιοσημείωτη μερίδα των Γάλλων «ακαταμάχητη τη γοητεία της ακροδεξιάς», όπως σχολίαζε πρόσφατα ο Atlantic; Η απογοήτευση. Όταν οι Γάλλοι ανέβασαν τον Μακρόν στην εξουσία είχαν εναποθέσει σε αυτόν τις ελπίδες τους στον ίδιο βαθμό που το είχαν κάνει οι Αμερικανοί στην πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα. Και οι δύο με επιτυχίες στη διεθνή σκηνή, με όραμα και μεγάλες ιδέες, εστίασαν στις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις, αλλά απέτυχαν στη διαχείριση απλών θεμάτων της καθημερινότητας. Και κάπως έτσι την ώρα που εμείς από το εξωτερικό τους αποθεώναμε, οι πολίτες της χώρας τους ένιωθαν «ξεχασμένοι».
Ο Μακρόν μάλιστα (σε αντίθεση με τον πιο χαρισματικό Ομπάμα) χρεώνεται και το αυστηρό ύφος, τη στροφή σε μία ρητορική «νόμος και τάξη» της δεξιάς και την απόσταση από τον απλό πολίτη. Οι φωτογραφίες με το ανοιχτό πουκάμισο και το δασύτριχο στήθος μαρτυρούν την αγωνία του να δείξει ότι δεν είναι δα και τόσο απόμακρος.
Στο πρόσφατο ντιμπέιτ οι διαφορές του Μακρόν με την αντίπαλό του ήταν εμφανείς. Ήταν πιο ετοιμόλογος, με συγκεκριμένες προτάσεις και κατά συνέπεια πιο πειστικός. Θα πρέπει όμως να πείσει πολύ περισσότερο με τα όσα θα κάνει στη δεύτερη θητεία του, αν δεν θέλουμε σε 5 χρόνια να μιλάμε και πάλι για πιθανούς θριάμβους της ακροδεξιάς.