Skip to main content

Παπαδιαμαντικό Πάσχα…

Γράφει ο Γιώργος Λιάνης

ΜΑΓΙΑΠΡΙΛΟ φέτος το Πάσχα. Μας κούρασε ο χειμώνας. Μας θέρισε ο κορονοϊός. Μας αγρίεψαν οι Μήδειες. Μας σόκαρε ο Πούτιν και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αλλά και το ΝΑΤΟ και η Δύση – υποκρισίες και φαρισαϊσμοί. «Την ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις».

ΜΑΓΙΑΠΡΙΛΟ. Ο κόσμος φεύγει από την Αθήνα. Αλλά «όπου και να ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε πληγώνει». Διαβολοβδομάδες περάσαμε, και επιτέλους φτάσαμε στη Μεγάλη Εβδομάδα.

ΜΕΤΡΑΜΕ 28.000 νεκρούς από την αρχή της πανδημίας. Καθημερινά άνω των 50 οι νεκροί και 350 οι διασωληνωμένοι. Από τις χειρότερες «επιδόσεις» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ του πολέμου στην Ουκρανία μπήκαν μέσα στα σπίτια μας. Φρόντισαν γι’ αυτό τα «Γραφεία Τελετών» των τηλεοράσεων. Υστερία. Η ακρίβεια ουρανοξύστης. Πετρέλαιο γιοκ. Ενέργεια χρυσάφι.

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ και αντί του Νυμφίου έρχονται οι δυσοίωνες ειδήσεις. Το ακριβότερο Πάσχα των τελευταίων 10 χρόνων. Το πανάκριβο ρεύμα, το φυσικό αέριο, φωτιά στα νοικοκυριά. Ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο 1.000 ευρώ μού ήρθαν. Όσο και το ενοίκιο. Για να πάω στη Φλώρινα, θέλω 400 ευρώ. Πέρσι ήθελα 120. ΠΏΣ θα περάσω το Πάσχα; Α, ΕΧΏ έναν τρόπο μοναδικό. Διαβάζοντας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ποιος Πόε, ποιος Ντίκενς, ποιος Γκόρκι; Ο κυρ Αλέξανδρος είναι για μας τους Έλληνες βάλσαμο. Λάδι στις πληγές.

Ο μεγάλος παρηγορητής, ο πάντα απαρηγόρητος. Σας συστήνω να διαβάσετε τον «Λαμπριάτικο ψάλτη». Τη «Μαγεία του Παπαδιαμάντη» του Οδυσσέα Ελύτη. Το «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» του Κωστή Παπαγιώργη. Και τέλος το «Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος». Μα πάνω απ’ όλα τα «Πασχαλινά Διηγήματά» του. Καμιά Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να εκπέμψει την αγιότητα των πασχαλινών σελίδων του.

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και ο Διονύσιος Σολωμός είναι οι φάροι των δύο μεγάλων πελάγων μας, του Αιγαίου και του Ιονίου.

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ήταν «λευκοφόρος» στη διάνοια, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός. Ασκητικός. Απόμακρος. Βαθύς. Πτωχός. Να τι γράφει στο τέλος της ζωής του στη Σκιάθο:
«ΜΕ ΕΞΙ χιλιάδας δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Οσάκις τυχόν μοι εμειδία επ’ ολίγον μια ελπίς, η σκληρά τύχη μοι την αφήρπαζε».

ΝΕΕΣ ελληνικές λέξεις «μυρμηγκιούν» μέσα στα γραπτά του. Λέξεις που τις πίνεις, τις τρως και νιώθεις ευτυχισμένος. ΑΛΛΑ και αυτός «έβγαζε από το επανωφόρι του ένα μπουκάλι κρασί, ένα λαδόχαρτο, λίγο τυρί, μερικές ελιές» σε ένα τραπεζάκι στη Δεξαμενή καθημερινά.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ όσα αναφέρω, καθώς λέει ο Ελύτης, ήταν ένας κυνηγός αισθησιακών στιγμών: «Με αγιότητα πάνω από το γυμνό στήθος μιας κοπέλας που σούρχονταν να κάνεις το σταυρό σου». «ΑΠΛΟΤΑΤΟΣ και κυκλούμενος από το θυσιαστήριο των λέξεων που είχε εντός του» παρατηρεί ο Νίκος Καρούζος. Ο «κοσμοκαλόγερος», το «σκοτεινό τρυγόνι», γέρασε με όσα πρωταγάπησε.

ΜΑΣ ΠΑΡΑΘΕΤΕΙ μία πινακοθήκη γυναικών: το Μαθηνώ, η Σεραϊνώ, η Ακριβούλα, η Μοσχούλα, η Σοφούλα το Μπακιρί, η Φραγκογιαννού η φόνισσα, που όμοιό της πρόσωπο δεν έχει η λογοτεχνία.

ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ θυμήθηκα; Γιατί είναι Πάσχα και έχει γράψει εκείνο το υπέροχο: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου».

ΚΑΙ ΓΙΑ έναν άλλον λόγο αφέθηκα στη μαγεία του. Κατανόησα όσα μαύρα και άραχλα γίνονται στις μέρες μας: «Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καϋμοί του κόσμου»… Δεν έχουν.

ΝΑ ‘ΣΑΙ ΚΑΛΑ, κυρ Αλέξανδρε, που μας χάρισες αφιλόκερδα όλα του τα πλούτη.