Από την έντυπη έκδοση
Της Νικόλ Λειβαδάρη
[email protected]
O σκοπός μπορεί να είναι -λιγότερο ή περισσότερο- ευγενής, τα μέσα για την επίτευξή του όμως φιλτράρονται μέσα από τον κυνισμό του εθνικού οικονομικού συμφέροντος: Η κλιμάκωση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας μπορεί να βρίσκει την Ευρώπη ενωμένη στην καταδίκη της πολεμικής φρίκης της Μπούτσα, τη βρίσκει όμως ξανά διχασμένη ως προς το μείζον διακύβευμα – το ενεργειακό εμπάργκο.
Οι νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας που προανήγγειλε χθες η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν περιλαμβάνουν μεν εμπάργκο στις ρωσικές εξαγωγές άνθρακα, αφήνουν όμως και αυτή τη φορά εκτός κάδρου το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Σύμφωνα με το Bloomberg, η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από το αμετακίνητο βέτο της Γερμανίας κόντρα στην πίεση όχι μόνον των ΗΠΑ, αλλά και της Γαλλίας. Ο Εμανουέλ Μακρόν, σε μια ad hoc συμμαχία με το ευρωπαϊκό ανατολικό μπλοκ, ήταν εκείνος που βγήκε πρώτος μπροστά και έβαλε ξανά στην ατζέντα το ενεργειακό εμπάργκο. Ο Όλαφ Σολτς όμως, με τη στήριξη Ολλανδίας και Ουγγαρίας, έκανε μια ακόμη ντρίπλα. Έβγαλε από το τραπέζι, προσώρας τουλάχιστον, το πετρέλαιο και είπε «ναι», υπό προϋποθέσεις, στην απαγόρευση των εισαγωγών άνθρακα. Οι προϋποθέσεις λένε ότι το εμπάργκο θα τεθεί σε ισχύ όχι άμεσα, αλλά έπειτα από τρίμηνη μεταβατική περίοδο.
Δεν πρόκειται για διαφορά ευαισθησίας, πρόκειται για διαφορά οικονομικών και εθνικών συμφερόντων – ήτοι, η ενεργειακή εξάρτηση της Γαλλίας από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο είναι μακράν μικρότερη από εκείνη της Γερμανίας. Κοινώς, όσο η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, κρίνει ότι δεν αντέχει καθολικό ενεργειακό εμπάργκο κατά της Ρωσίας, ο οικονομικός πόλεμος με τον Πούτιν θα δίνεται στα χαρακώματα. Και το υπαρξιακό ερώτημα θα είναι το εάν, και ποιος, θα ρισκάρει το μεγάλο «ατύχημα» – ποιος θα τραβήξει πρώτος την πρίζα των ροών της Gazprom…