Του Γιώργο Παπαπροδρόμου
*Υποστράτηγου ε.α. -Πτυχιούχου Νομικής ΑΠΘ
Ειδικού σε θέματα Αντιμετώπισης Κυβερνοεγκλημάτων
Η καταγεγραμμένη ανοδική πορεία της χρήσης του διαδικτύου τον καιρό της πανδημίας ανέδειξε και την παράμετρο της άνευ προηγουμένου αύξησης του αριθμού των Κυβερνοπεριστατικών και των παράνομων συμπεριφορών – εγκλημάτων στον Κυβερνοχώρο (κυβερνοεγκλημάτων).
Την διαπίστωση αυτή αποτυπώνουν ξεκάθαρα τόσο η πρόσφατη έκθεση για το έτος 2021 του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (Federal Bureau of Investigations), γνωστό και ως FBI, όσο και η αντίστοιχη έκθεση του Κέντρου για την αντιμετώπιση του Κυβερνοεγκλήματος (European Cybercrime Center -EC3) της Europol.
Οι διαρκώς αναδυόμενες κυβερνοαπειλές αγγίζουν μια ευρύτατη περιοχή παράνομων δραστηριοτήτων από κυβερνοεγκληματίες που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα παράνομα οφέλη τους, αξιοποιώντας τα πολλά και διάφορα υπάρχοντα κενά («χαραμάδες») του κυβερνοοικοσυστήματος.
Θύματα των συμπεριφορών αυτών είναι μεγάλος αριθμός πολιτών, εταιρειών και οργανισμών (κρατικών και μη), το δε κόστος που προκύπτει από τις συνέπειες των συγκεκριμένων εγκλημάτων είναι τεράστιο και μαθηματικά αδύνατο να προσεγγισθεί με ακρίβεια για μια σειρά από λόγους.
Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι η μη αναφορά -μη αναγγελία των κυβερνοεγκλημάτων στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου, λόγω άγνοιας, από πλευράς των θυμάτων (πολιτών-εταιρειών και οργανισμών), βασικών στοιχείων της υφιστάμενης διαδικασίας αναφοράς ή της απουσίας αξιόπιστου συστήματος αναφοράς σε κάθε χώρα.
Για το λόγο αυτό και οι δύο οργανισμοί (FBI-Europol) αλλά και άλλοι οργανισμοί (Interpol, NCA, κα) προτρέπουν τους πολίτες να ενημερωθούν σχετικά με τις διαδικασίες αναφοράς που προβλέπονται, δημιουργώντας ειδικά κέντρα αντιμετώπισης των περιστατικών αυτών, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, όπως φιλικές πλατφόρμες αναφοράς των κυβερνοεγκλημάτων και των κυβερνοπεριστατικών, ειδικά τηλεφωνικά κέντρα, πληροφοριακά κέντρα υποστήριξης και παροχής επεξηγήσεων, απλούστερα και αξιόπιστα συστήματα αναφοράς και καταγραφής.
Στόχευση των συγκεκριμένων ενεργειών αποτελέι η απόκτηση της καλύτερης δυνατής εικόνας για τα διαπραττόμενα κυβερνοεγκλήματα, η άμεση συλλογή και διαφύλαξη των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων (e–evidence), ο περαιτέρω σχεδιασμός και η υλοποίηση του επιχειρησιακού πλάνου, η ενεργοποίηση και μεγιστοποίηση της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας και η επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού της εξιχνίασης των κυβερνοεγκλημάτων, και ουσιαστικά η αμεσότερη απονομή της δικαιοσύνης.
Ο δεύτερος γενεσιουργός λόγος της κρατικής δυστοκίας σχετικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού είναι η απουσία ενός δυναμικού, σύγχρονου και επικαιροποιημένου πλαισίου, το οποίο απαιτεί τόσο θεσμικές όσο και υλικοτεχνικές παρεμβάσεις [διάθεση πόρων (ανθρωπίνων και μη).
Αυτό περιλαμβάνει την ενίσχυση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, όπως για παράδειγμα
- η δρομολογημένη υιοθέτηση του δεύτερου πρωτοκόλλου της Σύμβασης για το Κυβερνοέγκλημα (είκοσι ένα χρόνια μετά από την αρχική Σύμβαση, την οποία η χώρα μας ενσωμάτωσε με νόμο το 2016)
- η ενσωμάτωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα φάρμακα που διακινούνται στο Διαδίκτυο (Medicrime Convention), την οποία η χώρα μας εδώ και έντεκα (110 χρόνια δεν έχει προλάβει να ενσωματώσει (λόγω μη προτεραιοποίησης του θέματος;!!),
- η αλλαγή της νομοθεσίας για το τραπεζικό απόρρητο σχετικά με χρηματικά ποσά που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες στο κυβερνοχώρο,
- η διαμόρφωση εξειδικευμένου δικαστικού μηχανισμού με προσανατολισμό τον ουσιαστικό και αποτελεσματικότερο χειρισμό των αυξανόμενων κυβερνοεγκλημάτων (όπως για παράδειγμα έχει οργανώσει η Eurojust).
Στις υλικοτεχνικές υποδομές θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται:
- η αναμόρφωση και ο εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων σπουδών της Σχολής Δικαστών, της Αστυνομικής Ακαδημίας, των παραγωγικών σχολών των οντοτήτων επιβολής του νόμου (αστυνομικής ακαδημίας, ακαδημίας λιμενικού σώματος – ακτοφυλακής, πυροσβεστικής ακαδημίας, κλπ), η αξιοποίηση οργανισμών όπως η CEPOL, ο ENISA, πανεπιστημιακά ιδρύματα και σχολές, ερευνητικά κέντρα, κα).
- Η πρόσληψη εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού
- Η ενίσχυση των υποδομών εγκληματολογικής διερεύνησης των ψηφιακών πειστηρίων που κατάσχονται (και πολλαπλασιάζονται μέσα από την αύξηση των διερευνώμενων υποθέσεων)
- Η δημιουργία τοπικών και περιφερειακών μονάδων αντιμετώπισης κυβερνοεγκλημάτων (αποκεντρωτική προσέγγιση και δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε πολίτη από κάθε σημείο της χώρας).
- Η δημιουργία ειδικής ομάδας αντιμετώπισης κυβερνοεγκλημάτων στο Dark Web
- Η ενεργότερη συμμετοχή σε περισσότερες κοινές διεθνείς επιχειρησιακές δράσεις οργανισμών όπως η Europol και η Interpol
- Η υιοθέτηση προτύπων διαδικασιών (ερευνών, σχηματισμού δικογραφιών, ανταλλαγής πληροφοριών)
- Η εξαγωγή και διάθεση στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στην ίδια την κοινωνία (μέσω σχετικής δημοσιοποίησης-ανάρτησης) αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων σχετικά με το Κυβερνοέγκλημα
- Η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων που θεσμικά μπορούν να συνεισφέρουν οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και φορείς που εμπλέκονται με τον Κυβερνοχώρο (μνημόνια συνεργασίας, εκπαιδεύσεις, ενημερώσεις)
Όλα τα παραπάνω συνιστούν το σημαντικότερο μέρος της απαιτούμενης αύξησης των υποδομών και ικανοτήτων (capacity building) μιας χώρας που θέλει να συμμετέχει στο συνδεδεμένο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, αντιμετωπίζοντας τις αυξανόμενες κυβερνοαπειλές, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προοπτική της ευημερίας όλων των πολιτών και ανθρώπων της.
Το άλλο μέρος των υποδομών σχετίζεται με την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών μέσα από τις δομές εκπαίδευσης (σχολεία, ψηφιακή ακαδημία πολιτών, κα) και την αύξηση των ψηφιακών δεξιοτήτων.
Σε διαφορετική ο ανεπιτυχής χειρισμός της αύξησης της κυβερνοεγκληματικότητας θα σημαίνει αύξηση της κοινωνικοοικονομικής ανισότητας, αύξηση της διαφθοράς και μείωση της προοπτικής ευημερίας ενός τόπου, που θα καταστεί από online σε offline.