Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Αν το σύστημα πρόνοιας είχε προλάβει το χέρι, αν ήταν δυο – τρεις άνθρωποι σε κοντινή απόσταση, αν ένας είχε σκεφτεί να ελέγξει το αδιανόητο, αν κάποιος έβλεπε, άκουγε, μα δεν σώπαινε, αν… αν…
Μιλάμε για τρία νεκρά παιδιά, όχι για ολογράμματα ή περιγράμματα. Τρεις ψυχές που ζητούν φως. Δύο μήνες, όμως, μιλάμε για τρία νεκρά παιδιά ή μιλάμε για εμάς; Σκέψεις μοναχά της σκιάς. Κόβονται τα δεσμά του φωτός. Όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα, και αυτό ονομάζουμε σκοτάδι. Όχι το αντίθετο του φωτός, αλλά την απουσία του.
Με το σκοτάδι τα βρίσκουμε σκούρα. Δεν μπορούμε να το μετρήσουμε. Μπορούμε να μιλάμε με τον ζήλο των προσκυνητών
της λογοτεχνίας για φόνισσες -της Φραγκογιαννούς είχε ψηλώσει ο νους, είχε παραλογίσει- και Μήδειες, να ανασυνθέτουμε
τα φρικώδη μέσα από τις λεπτομέρειες, να διατρέχουμε όλη την γκάμα του σοκ, του θυμού, της οργής, της θλίψης, να παρατηρούμε το φως που φθάνει ως εμάς από μακρινά «αστέρια» -από τον παρουσιαστή-ιατροδικαστή/ανακριτή μέχρι τους influencers του λιντσαρίσματος, που συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι της συλληφθείσας, ακόμη και γονείς με μικρά παιδιά στην αγκαλιά, άγρια φωτιά- να ανακυκλώνουμε ερωτήματα, να αναλύουμε δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο το αποτρόπαιο, να κάνουμε τον ντετέκτιβ στις προθέσεις, να γεμίζουμε τον χώρο ανάμεσα σ’ αυτά που λέγονται και σ’ αυτά που εννοούνται, σ’ αυτά που ερμηνεύονται και σ’ όσα επανέρχονται, να καταναλώνουμε λαίμαργα πληροφορίες για την κεταμίνη, πώς δρα, πού τη βρήκε, αν είχε συνεργούς, αλλά πόσο η εμμονική κάλυψη του θανάτου των τριών παιδιών τη μνήμη τους και τη δικαίωσή τους βοηθά;
Μιλάμε για τρία νεκρά παιδιά. Μια ζωγραφιά, έναν άγγελο, μια μεγάλη καρδιά.
Μιλάμε για τρία νεκρά παιδιά. Δεν μιλάμε για εμάς.