Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε, με τρίμηνη καθυστέρηση, την απόφαση με την οποία ορίζονται οι αποδείξεις από 29 επαγγελματικούς κλάδους που προσφέρουν ισχυρές εκπτώσεις φόρου, έως 2.200 ευρώ. Στόχος του μέτρου είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής συγκεκριμένων κλάδων, οι οποίοι θα «υποχρεώνονται» από τους πελάτες τους να εκδίδουν αποδείξεις, για να εξασφαλίζουν οι καταναλωτές σημαντική μείωση φόρου.
Το ζητούμενο είναι τώρα πού θα βρεθούν οι συγκεκριμένες αποδείξεις. Ακόμη κι αν βρεθεί απόδειξη π.χ. υδραυλικού, ο κάτοχός της θα εισπράξει πολλαπλάσια, αξιοποιώντας τη σπανιότητά της, δημοπρατώντας τη στους οίκους Christie’s ή Sotheby’s, παρά να την προσκομίσει στην εφορία. Γιατί, παρά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται στην αγορά και παρά τις διασταυρώσεις των φορολογικών στοιχείων, παρά τα ηλεκτρονικά τιμολόγια, το ζητούμενο, πάντα, είναι να εκδοθεί η απόδειξη και να φτάσει στο MyData. Και αυτό δεν είναι εύκολο.
Σε μεγάλο εύρος συναλλαγών στην αγορά κυριαρχεί η ερώτηση: Με ή χωρίς απόδειξη; Ενίοτε, το ερώτημα είναι πιο… αθώο: Τόσο χωρίς ΦΠΑ τόσο με ΦΠΑ. Έτσι, ο πελάτης-φορολογούμενος αρχίζει να μπαίνει στο πνεύμα της συναλλαγής και να επεξεργάζεται τις εναλλακτικές, για το τελικό κόστος. Συνήθως επιλέγει την πρώτη εκδοχή, χωρίς ΦΠΑ, εξασφαλίζοντας μια έκπτωση στην αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ ο επαγγελματίας γλιτώνει και τον ΦΠΑ, αλλά και φόρο εισοδήματος επί της αξίας της συναλλαγής, αφού μειώνεται ο δηλούμενος τζίρος.
Έτσι εξηγούνται και τα ετήσια στοιχεία της ΑΑΔΕ, για το ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων, τα οποία αναβαθμίζουν στη… μεσαία τάξη μισθωτούς και συνταξιούχους, με ετήσια εισοδήματα 6.000 και 7.000 ευρώ, επειδή κάποιες άλλες κατηγορίες φορολογουμένων δηλώνουν πολύ λιγότερα. Και αυτό δύσκολα θα αλλάξει με το νέο μέτρο. Απλώς η αγορά θα «προσαρμοστεί» στις νέες συνθήκες.