Skip to main content

Ο ρόλος του κράτους και της αγοράς στη μετα-εποχή 

Του Χαράλαμπου Γκότση

Η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση (τόποι εγκατάστασης, εφοδιαστικές αλυσίδες, μεταφορές) καθώς και η ψηφιοποίηση, θέτουν τα κράτη, τους υπερεθνικούς σχηματισμούς καθώς και τη λειτουργία του ίδιου του Οικονομικού Συστήματος μπροστά σε νέες προκλήσεις. Μετά τις αλλεπάλληλες και διαφορετικές κρίσεις έχει γίνει πλέον φανερό, ότι είναι αδύνατον και ίσως καταστροφικό να συνεχίσουμε να πορευόμαστε στις ίδιες παράλληλες γραμμές, οι οποίες δε συναντώνται πουθενά. Είναι αδήριτη ανάγκη να κατανοήσουμε, ότι ο πλήρης διαχωρισμός σε κρατιστές και αντικρατιστές, σε θιασώτες του κράτους και σε διαπρύσιους υπεραμύντορες της ελεύθερης αγοράς, δεν μας οδηγεί σε λύσεις αλλά σε αδιέξοδα. Αντίθετα αυτό που θα βοηθούσε την οικονομία, την κοινωνία και την χώρα εν τέλει, θα ήταν η αναζήτηση τρόπων, δυνατοτήτων και κοινών δράσεων κράτους και ιδιωτικού τομέα, ενσωματωμένα σε ένα νέο Consensus, το οποίο θα μπορούσε  να εξυπηρετήσει το στόχο της μεταοικονομικής με τον χαρακτηρισμό «Συνεργατική Οικονομική Πολιτική». Η περεταίρω δε ανάγκη συνεργασίας κρατών και οργανισμών σε υπερεθνικό επίπεδο, καθίσταται ακόμη επιτακτικότερη, αφού κανένα από τα μεγάλα προβλήματα πλέον δεν έχει τοπικό χαρακτήρα. Μια πρώτη σημαντική προσέγγιση της νέας αντίληψης περιέχεται στο κείμενο “Cornwall Consensus” των G7, το οποίο αναδεικνύει το θέμα και επεξεργάζεται και προτάσεις. 

Το ελληνικό κράτος ανέτοιμο για τη μεγάλη αλλαγή 

Στην εποχή της συνεργασίας υπάρχουν διακριτοί ρόλοι που λειτουργούν συμπληρωματικά, ποτέ όμως ανταγωνιστικά. Το κράτος, ως εκφραστής των συμφερόντων του συνόλου των πολιτών, μέσω της λήψης πολιτικών αποφάσεων, αναλαμβάνει το ρόλο του πρωταγωνιστή-μπροστάρη. Εκείνου που σχεδιάζει και προωθεί την ανάπτυξη νέων οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών πρωτοβουλιών. Ο στρατηγικός του ρόλος σε μια σύγχρονη, ανοιχτή, ανταγωνιστική οικονομία είναι αδιαμφισβήτητος. Όχι βέβαια ως επικοινωνιακό στρατηγείο, αλλά ως οραματιστής και δημιουργός της νέας πραγματικότητας. Το ερώτημα συνεπώς που λογικά προκύπτει είναι: Είναι το κράτος μας έτοιμο να αναλάβει μια τόσο σημαντική για το μέλλον της χώρας μας αποστολή; 

Είναι πανταχόθεν  παραδεκτό ότι το ελληνικό κράτος έχει πρόβλημα. Και τούτο σε όλες τις εκφάνσεις του, αφού φορείς αποφάσεων δημοσίου συμφέροντος δεν είναι μόνο τα υπουργεία, δηλαδή η Κεντρική Διοίκηση, αλλά και πλήθος άλλων οντοτήτων, όπως είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι Δημόσιοι Οργανισμοί, τα Επιμελητήρια, οι Κοινωνικοί Φορείς, τα Δικαστήρια και ακόμη οι Ανεξάρτητες Αρχές που είναι συνήθως επιφορτισμένες με εποπτικό έργο. Μερικοί από αυτούς ασκούν αυτόνομη πολιτική, κάποιοι άλλοι επηρεάζουν εμμέσως τις επιλογές των αρμόδιων φορέων. Το αποτέλεσμα των επιλογών τους όμως εξαρτάται από την πιστή εφαρμογή των νόμων καθώς και από τις ενέργειές τους για αλλαγές και βελτιώσεις του περιεχομένου τους. Η κατεύθυνση στη μεταεποχή θα πρέπει πάντα να χαρακτηρίζεται από προωθητικές, φιλικές προς το περιβάλλον και την ψηφιακή παραγωγή πρωτοβουλίες, οι οποίες εξασφαλίζουν διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτήν την αποστολή δυστυχώς το σημερινό κράτος δεν είναι σε θέση να την φέρει εις πέρας με επιτυχία. Ακόμη και ο πλέον καλοπροαίρετος παρατηρητής, έχει αντιληφθεί πλέον τη γύμνια του ελληνικού κράτους, όταν δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα υγειονομικό φαινόμενο όπως η πανδημία, μειώνοντας στο ελάχιστο τις ανθρώπινες  απώλειες ή να διαχειριστεί καιρικά φαινόμενα μέτριας σχετικά εντάσεως και επικινδυνότητας. 

Έτσι, εκτός από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, είναι απαραίτητο να ενσκήψουμε σε ειδικότερα θέματα, από τα οποία εξαρτάται ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των αναγκαίων πρωτοβουλιών για τη μετάβαση στην επόμενη ημέρα. Πρόκειται κυρίως για το ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο καλείται να υλοποιήσει το τιτάνιο έργο της μετάβασης, το οποίο και αριθμητικά, παρά τα αντιθέτου λεγόμενα, βρίσκεται κάτω του Μ.Ο. των χωρών του ΟΟΣΑ (600.000 άτομα περίπου), όπως επίσης και ποιοτικά, καθότι πρόκειται στη μεγάλη του πλειοψηφία για έντονα γηρασμένο προσωπικό, αφού αποτελείται στα 2/3 του από  άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. 

Οι μνημονιακές επιταγές και η ανάγκη για εξυγίανση των δημοσιονομικών της χώρας οδήγησαν σταδιακά, όχι μόνο στη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, αλλά και σε ένα καθεστώς κακοπληρωμένων λειτουργών. Αυτό είχε και έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η  προσέλκυση ατόμων με υψηλή εξειδίκευση ή ακόμη και αν προσληφθούν κάποιοι να παραμείνουν στις θέσεις τους. Σταδιακά, η εργασία στο Δημόσιο Τομέα, από όνειρο  για πολλές γενιές Ελληνοπαίδων, καθίσταται φαίνεται μη ελκυστική κυρίως για ικανά, με υψηλή μόρφωση και εξειδίκευση άτομα. 

Σε μία εποχή όμως, όπου είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν σημαντικές προκλήσεις, όπως η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση, είναι αδύνατο το κράτος να ανταποκριθεί στην αποστολή του χωρίς την αριθμητική και ποιοτική αναβάθμιση του προσωπικού του. Στη νέα εποχή απαιτούνται από τους εργαζομένους αυξημένες δεξιότητες τόσο σε θέματα ανάπτυξης και διαχείρισης της τεχνητής νοημοσύνης, όσο και στον τομέα των πράσινων τεχνολογιών. Τα στελέχη του δημοσίου πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν το περιεχόμενο των νέων τεχνολογικών εξελίξεων, ώστε να δύνανται να προγραμματίσουν, κατευθύνουν και να εποπτεύσουν τις νέες δραστηριότητες. Αυτό μπορεί να γίνει με την κατάλληλη κατάρτιση του υπάρχοντος προσωπικού καθώς και κυρίως με τον εμπλουτισμό των δημοσίων υπηρεσιών με νέους εμπνευσμένους, ανήσυχους, καινοτόμους, καλά αμειβόμενους νέους επιστήμονες. Κλειδί για την επιτυχία είναι η γενναία αύξηση των διαθέσιμων πόρων για έρευνα και καινοτομία, αφού είναι φανερό ότι στο μέλλον η πρόοδος θα εξαρτάται από τη λεγόμενη οικονομία της καινοτομίας. Όμως αυτό προϋποθέτει την αλλαγή νοοτροπίας της πολιτικής ηγεσίας, η οποία σκέφτεται και αποφασίζει βραχυπρόθεσμα, ενώ οι επενδύσεις στην επιστήμη και στην καινοτομία αποδίδουν συνήθως μετά από μια πενταετία. 

Πολλά κενά και στρεβλώσεις και στις επιχειρήσεις 

Όσο σημαντικός είναι ο ρόλος του κράτους, ως εμπνευστής των αναγκαίων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των νέων εξελίξεων, άλλο τόσο σημαντική είναι και η συμμετοχή των επιχειρήσεων με την απαιτούμενη κινητοποίηση των δεξιοτήτων και της κατάλληλης γνώσης, ώστε ότι σχεδιάζεται να μετατρέπεται σε πρακτική εφαρμογή. Ο ιδιωτικός τομέας συνεπώς αναλαμβάνει αποκλειστικά το ρόλο του δημιουργού. Εκείνου που μετατρέπει τους στόχους της οικονομικής πολιτικής σε στρατηγικές επινοήσεις για την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς.     

Η επιχειρηματική αντίληψη, η ανάληψη ρίσκου, η επιχειρησιακή ευελιξία, είναι απαραίτητες για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων. Η αναγνώριση όμως απλά της συμβολής δεν είναι αρκετή για να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το κράτος οφείλει να διευκολύνει την επιχειρηματική δράση με τη δημιουργία ενός πλέγματος ρυθμίσεων, το οποίο να ενισχύει τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα των υγιών επιχειρήσεων. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με την κατάργηση υφισταμένων, είτε με την προσαρμογή τους σε νέα σύγχρονη βάση που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής και του μέλλοντός μας. 

Εμπόδια στο επιχειρείν όμως δε βάζει μόνο το κράτος, αλλά και οι ίδιες οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εξουδετέρωσης ανεπιθύμητων ανταγωνιστών. Μεγάλες επιχειρήσεις με βαρύνουσα ισχύ στην αγορά, με τα μέσα που διαθέτουν εμποδίζουν την είσοδο ανταγωνιστών, κυρίως ξένων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν και στην αύξηση της εθνικής παραγωγής, τη βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά και στην εισαγωγή νέων τεχνολογικών μεθόδων.  

Είναι τώρα σε θέση οι ελληνικές επιχειρήσεις να αναλάβουν και να φέρουν σε αίσιο πέρας το έργο που τους αναλογεί στη νέα εποχή; Χωρίς διάθεση δαιμονοποίησης και ισοπεδωτικών προσεγγίσεων, αφού είναι γεγονός ότι υπάρχουν εταιρίες που στέκονται αντάξια στις διεθνείς αγορές, χρησιμοποιούν ή ακόμη παράγουν και διαθέτουν στο εξωτερικό τεχνολογικές εφαρμογέςυψηλού επιπέδου, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζουν και τις πιο προχωρημένες βέλτιστες πρακτικές εταιρικής και κοινωνικής διακυβέρνησης. Αυτές χωρίς αμφιβολία  μας  αφήνουν κάποιες χαραμάδες αισιοδοξίας σε ένα περιβάλλον που γενικά βρίσκεται σε καθυστέρηση.  

Ζοφερή είναι η πραγματικότητα όμως βλέποντας τη μεγάλη εικόνα. Ο σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) σε συνεργασία με την Deloitte δημοσίευσε πρόσφατα μελέτη για την ψηφιακή και τεχνολογική ωριμότητα οικονομίας και επιχειρήσεων. Ο ΣΕΒ με μια αξιόλογη πρωτοβουλία παρακολουθεί και καταγράφει κάθε χρόνο τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα δυστυχώς είναι αποκαρδιωτικά.  Μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ψηφιακή ωριμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων καταλαμβάνει την 24η θέση, μόνο πάνω από τη Βουλγαρία τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Ενδεικτικά αναφέρεται το εύρημα που προέκυψε σε ότι αφορά τη χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Μόνο το 3% των ελληνικών επιχειρήσεων αξιοποιεί τα συστήματα, ενώ στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες ανέρχεται στο 40%. 

Η μεγάλη υστέρηση, ανεξάρτητα από τις αιτίες που τη δημιούργησαν, είναι ανάγκη να ανατραπεί με ενεργητικές πολιτικές, ώστε σταδιακά να αρχίσει η χώρα να συμβαδίζει στο δρόμο για την 4η βιομηχανική επανάσταση. Στο πνεύμα και της αναφερθείσας μελέτης, πρέπει να δρομολογηθούν παρεμβάσεις που ενδεικτικά να στοχεύουν: (α) Στην προσέλκυση  άξιου και καλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες αξιόλογοι  Έλληνες επιστήμονες που στελεχώνουν ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Καιρός είναι να επιστρέψουν με βελτιωμένους όμως όρους εργασίας από τους υπάρχοντες. (β) Στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για νεοφυείς επιχειρήσεις. (γ) Στην ανάπτυξη στρατηγικής για την προώθηση της τεχνητής νοημοσύνης σε ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων. 

Είναι αυτονόητο, ότι τέτοιου είδους μεταβολές, ικανές να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, δεν μπορεί να είναι έργο μόνο του κράτους ή αντίστοιχα μόνο της αγοράς. Απαιτείται η σύμπραξη και των δύο, οι οποίοι πρέπει να αναζητήσουν προωθητικές ισορροπίες μέσα από αλλαγή της κατεστημένης νοοτροπίας. Οι μεν επιχειρήσεις να απαλλαγούν από τη λογική του γρήγορου και εύκολου κέρδους, συχνά εκμεταλλευόμενες τους πόρους του δημοσίου, το δε κράτος να συμβάλλει ουσιαστικά καταρχήν στον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του και ταυτόχρονα να εντάξει σε ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τη συμμετοχή των επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους τομείς και με καθορισμένες προτεραιότητες. 

  *Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς