Skip to main content

Γλωσσικές και Ψηφιακές Δεξιότητες: μια Ενιαία Εκπαιδευτική Πρόκληση

Δρ. Ευαγγελία Κρασαδάκη

Σχολή Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης, Πολυτεχνείο Κρήτης

Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός

Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών

Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων

Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France

Οι γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες για ένα επάγγελμα, μας δίνουν τη δυνατότητα ένταξης στον κόσμο της εργασίας και συνακόλουθα της προσωπικής και κοινωνικής μας σταθερότητας, προόδου, αυτοπραγμάτωσης και ανέλιξης, της πολιτισμικής μας ανάπτυξης κλπ. Η σπουδή των τελευταίων δεκαετιών για τις γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες έχει τις ρίζες της στην ευαλωτότητά μας σε σχέση με την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων της επιστήμης και της τεχνολογίας, την κοινωνία του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, την εργασία που βασίζεται στη γνώση και την τεχνολογία, τον αποκλεισμό και την ανεργία, την πολυπολιτισμικότητα, την ανακολουθία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις σύγχρονες ανάγκες καθώς και την ανάδειξη νέων επαγγελμάτων ή/και νέων απαιτήσεων.

Διεθνείς φορείς και οργανισμοί ενώνουν τις φωνές τους εδώ και 40 χρόνια σε μια άοκνη προσπάθεια προς τους διαμορφωτές πολιτικών και στρατηγικών για την Εκπαίδευση, τη Δια Βίου Μάθηση και την Εκπαίδευση Ενηλίκων για το αναγκαίο πλέγμα γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων με πυρήνα άλλοτε ανθρωποκεντρικό και άλλοτε εργασιοκεντρικό.

Οι επονομαζόμενες “βασικές δεξιότητες” χρησιμοποιούνται πολλές φορές για να περιγράψουν διαφορετικά ζητήματα. Διεθνώς δίδεται μεγάλη έμφαση στις βασικές δεξιότητες που συνδέονται με την ένταξη των ενηλίκων στην αγορά εργασίας, και την απασχόληση.

Συνήθως, ως βασικές δεξιότητες απασχόλησης νοούνται οι δεξιότητες εγγραμματισμού, οι αριθμητικές δεξιότητες, οι ψηφιακές και οι δεξιότητες σε σχέση με τη χρήση μιας ξένης γλώσσας. Ακολουθούν τα ευρήματα για τις βασικές δεξιότητες  από τρεις έρευνες διεθνών οργανισμών.

Η έρευνα του ΟΟΣΑ το 2016 (OECD, Skills Studies) σε 33 χώρες εξέτασε τις δεξιότητες γλωσσικού, μαθηματικού και ψηφιακού αλφαβητισμού. Σύμφωνα με τους δείκτες PIAAC για το βασικό εγγραμματισμό, η Ελλάδα διαφοροποιείται από τις άλλες χώρες στους ενήλικες (16 – 65 ετών) στις δεξιότητες γλωσσικού, μαθηματικού και ψηφιακού αλφαβητισμού, η οποία βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των 33 χωρών. Οι δεξιότητες αυτές είναι απαραίτητες στην εργασία αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, με την έννοια της ανάγνωσης ή σύνταξης κειμένων, της κατανόησης κειμένων, του προφορικού λόγου, κλπ., αλλά και της διεξαγωγής αριθμητικών πράξεων και της χρήσης της τεχνολογίας. Όσον αφορά τους πρόσφατους αποφοίτους, η έρευνα έδειξε ότι το 50% διαθέτει χαμηλές γλωσσικές δεξιότητες, ενώ ένα ποσοστό 25% των ενηλίκων 25 – 35 ετών διαθέτει γλωσσικές δεξιότητες στο χαμηλότερο επίπεδο. Το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο των ενηλίκων 25 – 35 ετών δεν δικαιολογεί την ελάχιστα υψηλότερη διαφορά στην επίδοσή τους στη γλώσσα σε σχέση με τους ενηλίκους 55 – 65 ετών, δεδομένου ότι στην πρώτη ηλικιακή ομάδα μόνο ένα 15% δεν έχει ολοκληρώσει την ανώτερη Β’βάθμια εκπαίδευση, σε αντίθεση με τη δεύτερη ομάδα όπου ένα 50% δεν την έχει ολοκληρώσει. Αντιθέτως, οι ψηφιακές δεξιότητες του 30% των αποφοίτων είναι μέτριες προς υψηλές, αν και το ποσοστό αποφοίτων άλλων χωρών είναι υψηλότερο. Ένα παράδοξο που έδειξε η συγκεκριμένη έρευνα είναι ότι οι ενήλικοι στη Χιλή, Ελλάδα και Τουρκία με τις υψηλότερες ψηφιακές δεξιότητες, διαθέτουν εξαιρετικά χαμηλές δεξιότητες γλωσσικού και μαθηματικού εγγραμματισμού, κατά μέσο όρο, σε σχέση με ενήλικες άλλων χωρών που οι δεξιότητές τους είναι ίδιου περίπου επιπέδου και στις τρεις περιπτώσεις αλφαβητισμού. Επίσης, στην Ελλάδα και Λιθουανία 25% των πιο ακριβοπληρωμένων εργαζομένων διαθέτουν χαμηλές δεξιότητες στη γλώσσα, οι οποίοι πληρώνονται κατά 19% και 13% υψηλότερα, αντίστοιχα, σε σχέση με τη μέση ωριαία αποζημίωση αυτών που έχουν άριστες γνώσεις στο χειρισμό της γλώσσας (γραπτά/προφορικά). Αυτό υποδεικνύει, ότι αν και οι γλωσσικές δεξιότητες κρίνονται ως αναγκαίες και σημαντικές για την εργασία, εντούτοις στις χώρες αυτές φαίνεται ότι αμείβονται και άλλες δεξιότητες ή χαρακτηριστικά των εργαζομένων που διαφοροποιούν τις απολαβές τους. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να τονιστεί ότι εάν ένα άτομο στερείται γλωσσικών δεξιοτήτων, αντιμετωπίζει δυσκολίες όταν αλληλεπιδρά με άλλους. Αυτό τονίζει ότι οι γλωσσικές δεξιότητες αποτελούν προϋπόθεση για την αποτελεσματική επικοινωνία, η οποία αποτελεί βασική συνιστώσα στο προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. 

Σε έκθεση του Cedefop (2018) τονίζεται ότι το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων στην Ευρώπη των 28 κρατών-μελών εξακολουθεί να υφίσταται. Στην ΕΕ οι ελλείψεις ψηφιακών δεξιοτήτων και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων με τις ανάγκες των θέσεων εργασίας ανησυχούν σοβαρά τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, όπως διατυπώνεται στην έκθεση. Τα συμπεράσματα αντλούνται από μεγάλη έρευνα που ανέλαβε ο οργανισμός σε 49000 ενηλίκους εργαζομένους. Στην έκθεση καλούνται οι υπεύθυνοι χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής να υιοθετήσουν μια διαφορετική νοοτροπία για την αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων. Δηλαδή, όπως επισημαίνεται, μετά την  οικονομική κρίση, 4 στους 10 εργοδότες της ΕΕ δυσκολεύονται να βρουν άτομα με τις σωστές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ από την άλλη πλευρά τα ποσοστά ανεργίας εξακολουθούν να αυξάνουν. Η ταχεία ψηφιοποίηση και η απαξίωση των τεχνολογικών δεξιοτήτων θέτει επίσης μια πρόσθετη ανησυχία σχετικά με το βαθμό στον οποίο οι εργαζόμενοι της ΕΕ είναι επαρκώς προετοιμασμένοι για την 4η βιομηχανική επανάσταση.

Το Cedefop επισημαίνει ότι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων είναι ένα σύνθετο, πολυδιάστατο και δυναμικό φαινόμενο. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται η υιοθέτηση στρατηγικών εκπαίδευσης και επανακατάρτισης (reskilling) του πληθυσμού, υπονοώντας την απόκτηση νέων δεξιοτήτων για μια νέα απασχόληση, αλλά και στρατηγικές για την αναβάθμιση και διεύρυνση των γνώσεων (upskilling)  στα υφιστάμενα αντικείμενα εργασίας. Αντιμέτωποι με τις ραγδαίες εξελίξεις στη ψηφιακή εποχή είναι ορισμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, οι χαμηλότερα μορφωμένοι, οι άνεργοι ή αδρανείς, οι απασχολούμενοι σε θέσεις εργασίας χαμηλών δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα χαμηλής έντασης ψηφιακών δεξιοτήτων, οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα προσωπικής φροντίδας, κλπ., οι οποίοι αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο να μείνουν πίσω, δηλαδή να υποκύψουν στο λεγόμενο ψηφιακό χάσμα (Cedefop, 2018, Κεφ. 6). Είναι, επίσης, σαφές ότι τα άτομα που μπορούν να επιβιώσουν και να προχωρήσουν στη ψηφιακή οικονομία και αυτά που ταιριάζουν στις απαιτήσεις δεξιοτήτων των θέσεων εργασίας του μέλλοντος είναι εκείνοι που δεν διαθέτουν μόνο καλές ψηφιακές δεξιότητες, αλλά και ένα υγιές μείγμα γνωστικών δεξιοτήτων καθώς και κοινωνικο-συναισθηματικών δεξιοτήτων, σύμφωνα με το Cedefop (2018, Κεφ. 3).

Σύμφωνα με εξειδικευμένη έρευνα της ΕΕ του 2021, η χώρα μας παρά τις προσπάθειες των προηγούμενων δεκαετιών, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στις ψηφιακές δεξιότητες, όπου με βάση το δείκτη DESI, κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών. Το 30% του ελληνικού πληθυσμού δεν διαθέτει καμία ψηφιακή δεξιότητα, ενώ το 20% έχει ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο. Περαιτέρω, προκύπτει ότι μόλις το 30% του πληθυσμού διαθέτει το βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, ενώ ένας στους πέντε πολίτες (20%) ανταποκρίνεται σε προχωρημένο επίπεδο. Δηλαδή, και οι τρεις προαναφερόμενες έρευνες (ΟΟΣΑ, Cedefop, ΕΕ) καταδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη για την άμεση ανατροπή της εικόνας αυτής.

Βεβαίως, καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται οι ψηφιακές δεξιότητες που απαιτούνται γίνονται πιο εξειδικευμένες και περίπλοκες και σε αυτό συμβάλουν και οι τεχνολογίες της Τεχνητής Νοημοσύνης/Μηχανικής Μάθησης που ειδικά τις δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα προχωρούν με γοργούς ρυθμούς. Σήμερα, και εν όψει της πανδημίας του Covid-19, στην Ευρωπαϊκή Ατζέντα Δεξιοτήτων για Αειφόρο ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ανθεκτικότητα που ανακοινώθηκε στις 1 Ιουλίου 2020 τονίζεται ξανά ότι ένας από τους 12 στόχους της ΕΕ μέχρι το 2025 είναι η ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων, μέσω ενός Σχεδίου Δράσης Ψηφιακής Εκπαίδευσης και μαθημάτων εκκίνησης των ΤΠΕ.

Οι ψηφιακές δεξιότητες αφορούν κάτι ενιαίο; Η απάντηση είναι όχι, δηλαδή οι ψηφιακές δεξιότητες θα μπορούσαν να διαχωριστούν ανάλογα με τον κλάδο απασχόλησης. Δηλαδή, διαφορετικές είναι οι ανάγκες στους κλάδους υψηλής έντασης ψηφιακών δεξιοτήτων (πχ. ΤΠΕ επιστημονικές υπηρεσίες/επαγγέλματα) σε σχέση με κλάδους μέτριας ψηφιακής έντασης (πχ. δημόσια διοίκηση και υπηρεσίες υποστήριξης) ή κλάδους χαμηλής ψηφιακής έντασης (πχ. κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες). Η ΕΕ στις επονομαζόμενες «βασικές δεξιότητες» συμπεριλαμβάνει συνήθως τις θεμελιώδεις ψηφιακές δεξιότητες. Η ανάγκη των θεμελιωδών ψηφιακών δεξιοτήτων αποδείχθηκε καθοριστική για άλλη μια φορά την περίοδο 2020-2021 εν μέσω lockdown λόγω της πανδημίας, όπου η τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεσυνεργασία, κλπ., ήταν απαραίτητες συνιστώσες συνέχισης της εργασιακής και κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, αν και οι θεμελιώδεις ψηφιακές δεξιότητες είναι αναγκαίες, η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης δεν κρίνεται από αυτού του τύπου τις δεξιότητες αλλά από την υψηλή εξειδίκευση, οι οποίες είναι δυσεύρετες, κάτι που αποδεικνύεται από την υψηλή απορρόφηση  αποφοίτων σχολών πληροφορικής και συναφών ειδικοτήτων αλλά και από την υψηλότερη ζήτηση σε σχέση με την προσφορά.

Ενδεικτικά, ως υψηλής εξειδίκευσης ψηφιακές δεξιότητες μπορούν να χαρακτηριστούν αυτές που έχουν σχέση με εργασία σε big data, ασφάλεια δικτύων, ευφυή συστήματα, αρχιτεκτονικές του “διαδικτύου των πραγμάτων”, τεχνολογία τύπου blockchain, κλπ. Συχνά, σε αγγελίες θέσεων εργασίας αναφέρονται τα εξής: ανάπτυξη διαδικτυακών υπηρεσιών, τεχνολογίες Cloud, σύγχρονες αρχιτεκτονικές διαδικτυακών υπηρεσιών/εφαρμογών, βιβλιοθήκες Machine Learning, αντικειμενοστραφής προγραμματισμός, κλπ.

Κλείνοντας, και παρά το γεγονός ότι τα παραπάνω στοιχεία είναι σκληρά για τη χώρα μας τόσο για τις γλωσσικές όσο και τις ψηφιακές δεξιότητες, θα θέλαμε να προσθέσουμε, με βάση την εμπειρική μας παρατήρηση, ότι ειδικά οι γλωσσικές δεξιότητες ανώτερου επιπέδου που απαιτούνται σε πανεπιστημιακό επίπεδο είναι πολλές φορές μέτριες ή χαμηλές. Παρά την προσπάθεια που καταβάλλεται μεμονωμένα για τη βελτίωσή τους (πχ. κατά τη σύνταξη μιας γραπτής εργασίας, διπλωματικής, κλπ.) σε πανεπιστημιακό επίπεδο αλλά και λόγω της απουσίας συστάσεων από την ΕΕ, η οποία αποδίδει έμφαση στις ψηφιακές και όχι στις γλωσσικές δεξιότητες, πιστεύουμε ότι εάν δεν καταβληθεί συντονισμένη προσπάθεια, το πρόβλημα θα χρονίζει και θα διευρύνεται. Επομένως, γλωσσικές και ψηφιακές δεξιότητες συνιστούν μια ενιαία εκπαιδευτική πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Πηγές

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2021). Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI, 2021).  https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/scoreboard/greece.

OECD Skills Studies (2016). Skills Matter. Further Results from the survey of adult skills. http://www.oecd.org/site/piaac/publications.htm.

Cedefop (2018). Insights into skill shortages and skill mismatch: learning from Cedefop’s European skills and jobs survey. Publications Office of the European Union. Cedefop reference series; No 106.  http://www.cedefop.europa.eu/en/publications-andresources/publications/3075