Skip to main content

Τρεις μύθοι για την πανδημία

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]

Η αυγή της νέας χρονιάς βρίσκει τη χώρα ξανά στη δίνη της πανδημίας με δεκάδες χιλιάδες κρούσματα σε ημερήσια βάση και τα θύματα να υπερβαίνουν τις 21.000. Οι σημερινές συνθήκες αποτελούν μια αφορμή για να επανεξεταστούν τρία κυρίαρχα αφηγήματα για την πανδημία που υπονομεύουν την ορθή διαχείριση της κατάστασης. 

Πανδημία ανεμβολίαστων: Επί μήνες καλλιεργήθηκε η άποψη ότι από την πανδημία θα κινδυνεύουν μόνο οι ανεμβολίαστοι, πως τα μέτρα θα αφορούν πλέον μόνον εκείνους και ότι οι εμβολιασμένοι θα είναι πια «ελεύθεροι» να επιστρέψουν στην υποτιθέμενη «κανονικότητα». Όμως η αλήθεια είναι ότι οι εμβολιασμένοι κινδυνεύουν μεν πολύ λιγότερο αλλά νοσούν και εκείνοι, συμμετέχουν στην αλυσίδα διάδοσης του ιού και οφείλουν να τηρούν τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία και των ίδιων. Η μυωπική οπτική ότι όποιος εμβολιάζεται έχει εφεξής το «δικαίωμα» να μην υφίσταται περιορισμούς λειτουργεί ως μπούμερανγκ και υποσκάπτει τις δυνατότητες έγκαιρης παρέμβασης της πολιτείας.  

Το «τέλος» της πανδημίας: Για μικροπολιτικούς λόγους δίδονται εδώ και καιρό αβάσιμες διαβεβαιώσεις και καλλιεργούνται φρούδες ελπίδες ότι η πανδημία «όπου να ,ναι τελειώνει». Παρά την πλήρη διάψευση αυτών των προβλέψεων βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες υπουργός ο οποίος προανήγγειλε και πάλι το «τέλος της πανδημίας» σε 1-1,5 μήνα. Ας ακούσουμε καλύτερα τους επιστήμονες που προειδοποιούν ότι ακόμη και στο καλύτερο σενάριο θα είναι μακροχρόνιες και πολυεπίπεδες οι επιπτώσεις της πανδημίας και ας προετοιμαστούμε για το χειρότερο. 

Όποιος διαφωνεί είναι αντιεμβολιαστής: Δεν πρόκειται για ελληνική αποκλειστικότητα. Σε διάφορες χώρες του κόσμου όσοι ασκούν κριτική σε κυβερνητικές πολιτικές για την πανδημία «τσουβαλιάζονται» ως αντιεμβολιαστές και συνωμοσιολόγοι. Για ευνόητους λόγους οι κυβερνήσεις προτιμούν να αντιμάχονται γραφικούς και επικίνδυνους παρά να συνομιλούν με όσους αρθρώνουν κριτικό λόγο. Έτσι, όμως, υποβιβάζεται ο δημόσιος διάλογος και περιορίζεται ο δημοκρατικός έλεγχος των αποφάσεων. Συνέπεια όλων αυτών είναι να εφαρμόζονται συχνά αναποτελεσματικές πολιτικές και να προκύπτουν παλινωδίες που θα αποφεύγονταν από την ανταλλαγή ψύχραιμων επιχειρημάτων και την αντιπαράθεση ιδεών.