Από την έντυπη έκδοση
Της Νικόλ Λειβαδάρη
[email protected]
H επόμενη εβδομάδα είναι η εβδομάδα των κεντρικών τραπεζιτών και των μεγάλων αποφάσεων. Η εποχή του φθηνού χρήματος τελειώνει, τα νομισματικά «μπαζούκας» αποσύρονται, και αρχίζει η εποχή της μάχης κατά του πληθωρισμού. Στις ΗΠΑ, όπου ήδη ο Τζερόμ Πάουελ και η Τζάνετ Γέλεν αναγνωρίζουν πως ο υψηλός πληθωρισμός δεν είναι «προσωρινό φαινόμενο», η Fed κινείται πιο επιθετικά. Τελεί ήδη σε φάση απομείωσης του προγράμματος αγορών ομολόγων και στη συνεδρίαση της FOMC, στις 14 και στις 15 Δεκεμβρίου, θα μπει στο τραπέζι η επίσπευση της αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου. Σύμφωνα, δε, με το τελευταίο poll του Reuters, η αύξηση αυτή θα έρθει αρκετά γρήγορα πλέον – μέσα στο τρίτο τρίμηνο του 2022.
Η ΕΚΤ δείχνει πιο διστακτική -ένεκα και των οικονομιών πολλαπλών ταχυτήτων της Ευρωζώνης-, και εδώ ωστόσο η πορεία δείχνει προδιαγεγραμμένη. Το ζήτημα των επιτοκίων δεν αγγίζεται ακόμη, όμως στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας θα δρομολογηθεί ο τερματισμός του έκτακτου προγράμματος αγορών ομολόγων PEPP τον επόμενο Μάρτιο, με την τελική απόφαση να αναμένεται τον Φεβρουάριο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά ειδικά για την Ελλάδα; Σε πρώτο χρόνο σημαίνουν ότι χάνει, μάλλον οριστικά, τον δίαυλο της ροής φθηνού χρήματος από την ΕΚΤ. Σύμφωνα με το Bloomberg, αποτελεί οριστική απόφαση να μην μπει η Ελλάδα στο συμβατικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης APP μετά τη λήξη του PEPP – άρα η ΕΚΤ μετά τον Μάρτιο δεν θα παρέχει πια στην Ελλάδα εγγυημένη χρηματοδότηση με μηδενικά επιτόκια. Η «παρηγοριά» για την Αθήνα θα είναι, επίσης σύμφωνα με το Bloomberg, η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ευελιξίας στις επανεπενδύσεις των ομολόγων του PEPP.
Η νέα εποχή σημαίνει επίσης -έστω και μεσομακροπρόθεσμα- αυξημένο κόστος δανεισμού τόσο για το κράτος όσο και για τις επιχειρήσεις, σημαίνει αναμέτρηση με μια οξεία ενεργειακή κρίση στην οποία η Ελλάδα μπαίνει με τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος σε όλη την Ευρώπη, και σημαίνει ακόμη «ροκάνισμα» των εισοδημάτων από τον πληθωρισμό που ήδη, σύμφωνα με την Eurostat, βρίσκεται στο 4,3%.
Δεν πρόκειται για σκηνικό νέας κρίσης – η ελληνική οικονομία έχει ενισχυμένες άμυνες: Έχει υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που περιορίζουν την εξάρτησή της από τις αγορές, έχει επίσης υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κι έχει μεγάλες προσδοκίες από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πρόκειται όμως για σκηνικό που δείχνει ότι η εποχή της ασφάλειας παρήλθε, το παιχνίδι επιστρέφει στους νόμους των αγορών, και οι νέες προκλήσεις φέρνουν ψηλά στην ατζέντα το διακύβευμα της κοινωνικής συνοχής.