Skip to main content

Βασικές Αρχές στη Χρηματοοικονομική Ανάλυση Επιχειρήσεων

Του Καθηγητή  Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Ακαδημαϊκού

Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ
Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France

Η σημασία της επιχείρησης ως γρανάζι στις σύγχρονες οικονομίες εξηγεί καλά το ενδιαφέρον που έχουν οι διάφοροι οικονομικοί και κοινωνικοί εταίροι της για τη λειτουργία της και τη χρηματοοικονομική «υγεία» της. Αυτό το ενδιαφέρον είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού ερευνητικών εργαλείων και τη συγκρότηση ενός γνήσιου επαγγελματικού κλάδου, της χρηματοοικονομικής ανάλυσης, που συνήθως διδάσκεται σε πανεπιστήμια και σχολές διοίκησης. Είναι κλασικό να υπάρχει διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής χρηματοοικονομικής ανάλυσης (ΧΑ). Η εσωτερική ΧΑ πραγματοποιείται εντός της ίδιας της επιχείρησης και βασίζεται στα λεγόμενα συστήματα αναφοράς που επιτρέπουν, με την ευρεία έννοια, τον έλεγχο των στόχων της και του μάνατζμεντ της. Έχει για στόχο να βοηθήσει τα διευθυντικά της στελέχη να ρυθμίσουν τη λειτουργία της και να θεραπεύσουν τις δυσλειτουργίες από τις οποίες πάσχει. Η εξωτερική ΧΑ είναι υπόθεση των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων της επιχείρησης, των συμμετεχόντων, που χρειάζεται, προκειμένου να διαχειριστούν τις σχέσεις που διατηρούν μαζί της, να μελετήσουν την κατάστασή της και τις επιδόσεις της. Σκοπός της είναι να τους βοηθήσει να λάβουν τις αποφάσεις τους.

Η ΧΑ, είτε εσωτερική είτε εξωτερική, είναι πάνω από όλα ένας κλάδος ερμηνείας, αλλά δέχεται πληροφορίες που πρέπει να υποβληθούν σε ανάλυση και επεξεργασία πριν ερμηνευθούν. Αυτό ισχύει, ειδικότερα, για πληροφορίες λογιστικής προέλευσης που σχεδόν πάντα απαιτούν επαναδιατυπώσεις με σκοπό την προσαρμογή τους στις ανάγκες της ανάλυσης. Τέλος, και αυτό αξίζει να τονιστεί έντονα από την αρχή, η ΧΑ είναι μόνο μια από τις πτυχές μιας επιχειρηματικής διάγνωσης ή ελέγχου των επιδόσεων. Αυτά είναι πολυδιάστατα, με τεχνικές, εμπορικές, ανθρώπινες, κοινωνικές και στρατηγικές πτυχές.

Εισαγωγικές έννοιες

Η έκφραση «ΧΑ» υποδηλώνει μια ουσιαστικά γνωστική (αναλυτική) προσέγγιση και επικεντρώνεται κυρίως στα χρηματοοικονομικά χαρακτηριστικά της επιχείρησης (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, Βασικές αρχές χρηματοοικονομικού μάνατζμεντ, εκδ. Κλειδάριθμος, 2013).

Η έκφραση «διάγνωση επιχειρήσεων» αναφέρει επίσης μια γνωστική προσέγγιση, αλλά πολύ πιο σφαιρική, που απαιτεί την εξέταση όλων των πτυχών, χρηματοοικονομικών και μη, της ζωής της επιχείρησης.

Τέλος, η έκφραση «έλεγχος επιδόσεων» επιβάλλει επίσης την κατανόηση της επιχείρησης σε όλες τις διαστάσεις της και τονίζει περαιτέρω, με τη βοήθεια της λέξης «έλεγχος», το συστηματικό χαρακτήρα και βάθος που πρέπει να έχει αυτή η αντίληψη. Τα περισσότερα από τα χρηματοοικονομικά προβλήματα της επιχείρησης είναι στην πραγματικότητα μόνο συμπτώματα δυσκολιών μη χρηματοοικονομικής προέλευσης (εμπορικά, τεχνικά ή στρατηγικά) που η παραδοσιακή χρηματοοικονομική ανάλυση τείνει να αγνοεί.

Χρηματοοικονομική ανάλυση: θέμα άποψης

Ιστορικά, η ΧΑ κυριαρχείται από τις ανησυχίες και την άποψη του παρόχου χρηματοδότησης, πιο συγκεκριμένα του τραπεζίτη, στις σχέσεις του με την επιχείρηση. Επιπλέον, άλλοι συμμετέχοντες της επιχείρησης σήμερα ασχολούνται με τη ΧΑ των λογαριασμών της και την κάνουν σύμφωνα με ανησυχίες διαφορετικές από αυτές του τραπεζίτη, αλλά που δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Η συγκρότηση της ΧΑ ως επαγγελματικής εξειδίκευσης και ως διδακτικού κλάδου είναι σχετικά πρόσφατη. Μέχρι την κρίση του 1929 οι τράπεζες περιορίζονταν να λαμβάνουν καταθέσεις από επιχειρήσεις και να τις βοηθούν στη χρηματοδότηση του κύκλου εκμετάλλευσής τους, με τη χρηματοδότηση του επενδυτικού κύκλου να παρέχεται από αυτοχρηματοδότηση (καθαρά κέρδη μετά φόρους συν αποσβέσεις) ή με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου (εξωτερική χρηματοδότηση). Η κύρια ενασχόληση του τραπεζίτη ήταν τότε να διασφαλίσει τη φερεγγυότητα της δανειολήπτριας επιχείρησης, που νοείται ως η ικανότητά της να αποπληρώσει το χρέος της, είτε πουλώντας ένα αγαθό που δόθηκε ως εξασφάλιση, είτε πιθανώς με εκκαθάριση. Υπό μια τέτοια προοπτική, αρκούσε για την τράπεζα να λάβει μια εγγύηση…

Από τη δεκαετία του 1980, που χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλή ανάπτυξη και υψηλά επιτόκια, η προσοχή των τραπεζιτών στις επιδόσεις της επιχείρησης αυξάνεται σταθερά. Πράγματι, η αποδοτικότητα και η βιωσιμότητά της είναι αυτές που αποτελούν τις καλύτερες εγγυήσεις αποπληρωμής για τους δανειστές. Στην ίδια σειρά ιδεών, προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα τον κίνδυνο απώλειας που πέρα από ένα ορισμένο επίπεδο, γίνεται για αυτούς ένας κίνδυνος ακινητοποίησης των πιστώσεών τους, ακόμη και κίνδυνος μη αποπληρωμής. Από τη δεκαετία του 1990, και ιδιαίτερα με το σκάσιμο της φούσκας του διαδικτύου και τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, παρατηρείται ένας περιορισμός εκ μέρους των τραπεζών των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις (ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες), λόγω της ύπαρξης αυξημένης ασσυμετρίας πληροφόρησης μεταξύ δανειολήπτη και τραπεζίτη. Ωστόσο, η θέσπιση πρότυπων προληπτικής εποπτείας (Bale I έως ΙΙΙ) με στόχο τον «καθορισμό» των τραπεζικών απαιτήσεων κινδυνεύει να αυξήσει τον περιορισμό της χρηματοδότησης με πίστωση.

Άποψη άλλων συμμετεχόντων

Σήμερα, ο τραπεζίτης ή ο πιστωτής δεν είναι πλέον ο μόνος συνεργάτης της επιχείρησης που ενδιαφέρεται για τις χρηματοοικονομικές της καταστάσεις… Από τον επενδυτή μέχρι τον εργαζόμενο, περνώντας από τους πελάτες και τους προμηθευτές, είναι ένα σύνολο οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που εξετάζουν και αναλύουν τους λογαριασμούς της για να διαβάσουν τις οικονομικές και χρηματοοικονομικές της επιδόσεις και τους κινδύνους που αναλαμβάνουν συνεργαζόμενοι μαζί της. Ο επενδυτής, μέτοχος ή δανειστής, προφανώς ενδιαφέρεται άμεσα για τη χρηματοοικονομική της υγεία και, ειδικότερα, για την ικανότητά της να διανέμει μερίσματα ή να πληρώνει τόκους. Εναπόκειται σε αυτόν να αποφασίσει αν θα αγοράσει, θα πουλήσει ή θα διατηρήσει τους τίτλους της. Τις περισσότερες φορές, το άτομο δεν εμπλέκεται σε πραγματική χρηματοοικονομική ανάλυση, αναφέρεται στις αναλύσεις που δημοσιεύει ο εξειδικευμένος τύπος ή παίρνει τη συμβουλή ενός επαγγελματία αναλυτή.

Ο πελάτης που κάνει μια μεγάλη παραγγελία σε μια εταιρεία και, ενδεχομένως, της πληρώνει μια προκαταβολή, ανησυχεί φυσικά για τη χρηματοοικονομική της ισχύ, όπως και ο προμηθευτής που της χορηγεί πίστωση. Πιθανή αναστολή πληρωμής τους δημιουργεί και τους δύο απώλειες. Επίσης, θα ανησυχούν για την κατάσταση των ταμειακών ροών τους. Οι πελάτες και οι προμηθευτές στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν αναλύουν οι ίδιοι τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της συνεργαζόμενης επιχείρησης. Απευθύνονται σε εταιρείες για χρηματοοικονομικές πληροφορίες που τους τις παρέχουν για τη χρηματοοικονομική της κατάσταση και τον κίνδυνο που διατρέχουν. Οι εργαζόμενοι νομίμως ενδιαφέρονται για τη βιωσιμότητα και τη μεγέθυνση της επιχείρησης, που προϋποθέτουν την απασχόλησή τους, καθώς και από το μερίδιο πλούτου που παράγει. Ως αποτέλεσμα, μια έννοια όπως αυτή της προστιθέμενης αξίας (μισθοί, κέρδη) τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Σε επιχειρήσεις με περισσότερους από πενήντα εργαζομένους τα ενδιαφέροντά τους εκφράζονται μέσω της κοινωνικής και οικονομικής επιτροπής. Αυτή έχει τη δυνατότητα να επικουρείται από ορκωτό λογιστή για να αναλύσει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις που της υποβάλλονται.

Συμπερασματικά, η ποικιλία των ανησυχιών των συμμετεχόντων στην επιχείρηση αντιστοιχεί σε μια ποικιλία κριτηρίων ανάλυσης. Αυτά τα κριτήρια στοχεύουν να εκφράσουν την επίδοση της επιχείρησης και τον κίνδυνο που διατρέχουν οι συμμετέχοντες της συνεργαζόμενοι με αυτήν. Κάθε ένα από αυτά τα κριτήρια λαμβάνει μια έκφραση που εξαρτάται από τον παράγοντα που το χρησιμοποιεί. Αυτό συμβαίνει με ένα πολύ ευρέως χρησιμοποιούμενο κριτήριο όπως αυτό της αποδοτικότητας. Η αποδοτικότητα είναι, κατ’ εξοχή, το κριτήριο επίδοσης των παρόχων κεφαλαίων, των μετόχων και των δανειστών. Ως εκ τούτου, από την πλευρά των μετόχων, η αποδοτικότητα θα εκφραστεί χρησιμοποιώντας το λόγο καθαρά κέρδη προς τα ίδια κεφάλαια (χρηματοοικονομική αποδοτικότητα, βλ. Ζοπουνίδης 2013) και από την πλευρά των δανειστών, χρησιμοποιώντας το λόγο τόκων που λαμβάνουν προς τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Αυτό που μόλις ειπώθηκε για την αποδοτικότητα μπορεί να ειπωθεί για άλλα πιθανά κριτήρια επίδοσης (βιομηχανική αποδοτικότητα, μικτό περιθώριο κέρδους, δείκτης κυκλοφορίας ενεργητικού, κ.α.). Αυτό τελικά αποδίδει έναν πολύ σχετικό χαρακτήρα στη ΧΑ.