Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν ο Βρετανός πολίτης κλήθηκε να αποφασίσει αν θέλει να μείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να αποχωρήσει από αυτήν, με ποια κριτήρια πήρε την απόφαση του «ναι» ή του «όχι»; Νεότερες εκτιμήσεις Άγγλων ψυχολόγων κάνουν λόγο ότι το Brexit κρίθηκε στο επίπεδο του αισθήματος της ευτυχίας, που είχαν οι πολίτες τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. Και είναι πολύ πιθανόν, από την άποψη αυτή, η γνώμη τους να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ας δούμε γιατί:
Το 2006, ο Richard Layard -οικονομολόγος του London School of Economics- υποστήριξε ότι η δυστυχία αποτελούσε στη Μεγάλη Βρετανία μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα απ’ ό,τι η ανεργία. Στο Depression Report που συνέταξε μαζί με άλλους, ο λόρδος Layard έδειξε πώς περισσότεροι άνθρωποι πρoσέφευγαν για επίδομα αναπηρίας λόγω κατάθλιψης και άλλων διανοητικών ασθενειών, παρά για επίδομα ανεργίας.Με αφορμή τα ευρήματα αυτής της έρευνας, ο τότε πρωθυπουργός David Cameron, ο άνθρωπος που προκάλεσε και το σχετικό δημοψήφισμα, ζητούσε από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας του να κάνει μια «γενική μέτρηση της ευτυχίας» στο Ην. Βασίλειο, με σκοπό να διαπιστωθεί αν είναι προτιμότερη η μέτρηση του Ακαθάριστου Προϊόντος Ευτυχίας (ΑΠΕ) από την αντίστοιχη του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε δολάρια.
Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, ο λόρδος Layard, 87 ετών σήμερα, τόνιζε ότι η κυβέρνηση έδινε μεγάλο βάρος στο ΑΕΠ, ως μέτρο ευημερίας των χωρών, όταν τα κρίσιμα κοινωνικά αιτήματα ήταν αισθητά διαφορετικά από αυτά που συνήθως επικαλούνται οι πολιτικοί. Κατά τον Βρετανό λόρδο, όταν μια οικονομία φθάσει σε κατά κεφαλήν εισόδημα γύρω στα 17.000 δολάρια (μετρούμενα σε ισοτιμίες αγοραστικής ικανότητας), τότε η αύξηση του εθνικού εισοδήματος παύει να προσθέτει ευτυχία. Για παράδειγμα, η Αμερική είναι αισθητά πλουσιότερη από τη Δανία, όμως οι Αμερικανοί δεν αισθάνονται μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή τους. Αντιθέτως, οι Δανοί, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, είναι οι πιο ευτυχισμένοι πολίτες της Ένωσης και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακολουθούνται από τους γείτονές τους Νορβηγούς.
Εκείνη την περίοδο έτσι, η θεωρία του λόρδου Layard ασκούσε σημαντική επιρροή. Αυτός ήταν και ο λόγος που προκαλούσε αντιδράσεις στο επίπεδο Αμερικανών κυρίως οικονομολόγων, που υποστήριζαν ότι κάθε δολάριο που προστίθεται στο ΑΕΠ δεν έχει την ίδια αξία για τον πλούσιο και τον φτωχό. Ούτως ή άλλως, τόνιζε ο καθηγητής Angus Deaton, την οικονομική ανάπτυξη τη μετράμε ποσοστιαία: λέμε ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1%, όχι κατά 1 δισ. δολάρια. Άμα, λοιπόν, δούμε τα ίδια στοιχεία σε λογαριθμική κλίμακα, με κάθε βήμα να αντιπροσωπεύει αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 100%, βλέπουμε ότι η σχέση μεταξύ εισοδήματος και ευημερίας παραμένει σχετικά σταθερή, από τη φτωχότερη μέχρι την πλουσιότερη.
Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να παραβλέπουν την οικονομική ανάπτυξη – και τούτο, ακόμη κι αν επιζητούν την ευτυχία των πολιτών τους και όχι τον πλουτισμό τους. Είναι, όμως, η ευτυχία η σωστή επιδίωξη για τις κυβερνήσεις; Ο λόρδος Layard είναι αμετανόητος οπαδός του Jeremy Benthan, του φιλοσόφου του 18ου αιώνα που πίστευε ότι οι πεφωτισμένοι πολιτικοί όφειλαν να επιδιώκουν τη μέγιστη ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Όμως ο Ravi Kanbur, του Πανεπιστημίου του Cornell, σημειώνει ότι η ευτυχία δεν αποτελεί πάντοτε καλό οδηγό για τη χάραξη πολιτικής. Θυμίζει την περίπτωση του Βραχμάνου, στην αποικιοκρατούμενη Ινδία, που εξηγούσε στον μπενθαμιστή Βρετανό αξιωματούχο: «Είμαι δέκα φορές ικανότερος για ευτυχία από εκείνον εκεί τον παρία». Ο R. Kanbur εξηγεί ότι «οι κυβερνήσεις πρέπει να φορολογούν τον εκατομμυριούχο προς όφελος του φτωχού, όσο μεγάλη και αν είναι η ικανότητα του εκατομμυριούχου για ευτυχία σε σχέση με αυτήν του φτωχού».
Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που οι άνθρωποι γνωρίζουν μεν πώς να γίνουν ευτυχείς, ωστόσο δεν επιλέγουν να το κάνουν. Αυτό το εύρημα, που όντως ξαφνιάζει, προκύπτει από πρόσφατη έρευνα των Daniel Benjamin, Ori Heffets και Alex Rees-Jones (του Cornell) και του Miles Kimbell (του Michigan). Έπεισαν εκατοντάδες ανθρώπους να απαντήσουν σε διλήμματα όπως: θα προτιμούσατε να κερδίζατε 80.000 δολάρια τον χρόνο και να είχατε 7,5 ώρες ύπνου τη νύχτα, ή 140.000 δολάρια και μόνον 6 ώρες; Κάπου 70% των ερωτώμενων είπαν ότι θα χαίρονταν περισσότερο να κερδίζουν λιγότερα, αλλά να κοιμούνται περισσότερο. Αντίστοιχα, τα 2/3 θα προτιμούσαν να κέρδιζαν λιγότερα και να ζούσαν πιο κοντά σε φίλους, ενώ πάνω από 40% θα πλήρωναν υψηλότερα ενοίκια για να ταξιδεύουν μόνον 10 λεπτά μέχρι τη δουλειά τους, αντί για 45.
Αυτές οι ψυχολογικές πτυχές της καθημερινής ζωής, υπογραμμίζει ο λόρδος Layard, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά των πολιτών όταν κλήθηκαν να αποφασίσουν «ναι» ή «όχι» στο Brexit. Υπό αυτή την έννοια, για κάποιους Έλληνες πολιτικούς ίσως θα ήταν χρήσιμο να διαβάσουν την εργασία της Σοφίας Πρωτόπαπα, κάτοχο διδακτορικού τίτλου στις Κοινωνικές Επιστήμες, η οποία με τίτλο «Συναισθηματική Ευημερία» θέτει προβληματισμούς πολύ πιο γόνιμους από τις πωλήσεις… ψυχοφαρμάκων.