Skip to main content

Συμβίωση με το κιτς

Από την έντυπη έκδοση 

Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη 
[email protected]

Προσπάθησα να παρακολουθήσω τη συζήτηση στην Ολομέλεια για την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης. Παράσταση για καρατερίστες. «Ομορφιές» εκτοξεύονται από το βήμα ή τα έδρανα. Φωνές, παραληρήματα, φτηνά συνθήματα.

Η πρώτη εσωτερική εξέγερση ήταν αισθητικού χαρακτήρα. Αυτό που μου προξένησε αποστροφή ήταν πολύ λιγότερο η ασχήμια του λόγου από τη μάσκα της έγνοιας με την οποία καλυπτόταν. Με άλλα λόγια το κιτς. Και τότε ανέτρεξα στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» στο έκτο μέρος, απ’ όπου και το απόσπασμα, αφιερωμένο εξαιρετικά στης Βουλής τα ξωτικά, στων ρασοφόρων τα αλαζονικά, αλλά και στης αντίδρασης σ’ αυτά με αστεία καφενειακά.

«Στο βασίλειο του ολοκληρωτικού κιτς, οι απαντήσεις δίνονται εκ των προτέρων και αποκλείουν κάθε καινούρια ερώτηση. Απ’ αυτό απορρέει ότι ο αληθινός αντίπαλος του ολοκληρωτικού κιτς είναι ο άνθρωπος που θέτει ερωτήσεις. Η ερώτηση είναι σαν το μαχαίρι που σχίζει το ζωγραφισμένο μουσαμά του σκηνικού για να μπορέσει κανείς να δει αυτό που κρύβεται πίσω. Ετσι εξήγησε η Σαμπίνα στην Τερέζα το νόημα των πινάκων της: μπροστά είναι το κατανοητό ψέμα και πίσω η ακατανόητη αλήθεια… Σε όλη της τη ζωή διαβεβαίωνε ότι ο εχθρός της είναι το κιτς. Μήπως όμως δεν το κουβαλάει κι αυτή η ίδια, στο βάθος της ύπαρξής της; Το δικό της κιτς είναι το όραμα του ειρηνικού σπιτικού, του γλυκού, του αρμονικού…»

Ο καθείς και το κιτς του. Δεν έχει να κάνει με το ασυνήθιστο. «Αναφέρεται σε εικόνες-κλειδιά, βαθιά αγκυροβολημένες στη μνήμη». Η ηρωίδα, όμως, ξέρει ότι πρόκειται για αυταπάτη. Κι αυτό είναι πολύ ανακουφιστικό, γιατί «τη στιγμή που το κιτς αναγνωρίζεται σαν ψέμα, κατατάσσεται στην έννοια του μη κιτς. Χάνει την αυταρχική του δύναμη και… είναι όπως οποιαδήποτε ανθρώπινη αδυναμία. Γιατί κανένας από μας δεν είναι υπεράνθρωπος και δεν μπορεί να ξεφύγει τελείως από το κιτς…»