Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα*
Τις προηγούμενες ημέρες η Σουηδική Ακαδημία απένειμε τα φετινά Νόμπελ Οικονομικών στους οικονομολόγους Ντέιβιντ Καρντ, Τζόσουα Άνγκριστ και Γκουίντο Ίμπενς. Βραβεύτηκαν για τα πειράματα που διενήργησαν στην πραγματική ζωή προκειμένου να κατανοήσουν τις αιτίες που εξηγούν διάφορα οικονομικά γεγονότα σε συνάφεια με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, ο Καρντ έδειξε με τις έρευνές του ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στο Νιου Τζέρσεϊ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν οδήγησε σε πτώση της απασχόλησης. Η Ακαδημία υποστήριξε ότι πολλά μεγάλα ερωτήματα μπορούν να λάβουν απαντήσεις αν χρησιμοποιηθούν φυσικά πειράματα – καταστάσεις από την πραγματική ζωή που να μοιάζουν όμως με τυχαία πειράματα.
Ο προβληματισμός για το ύψος του κατώτατου μισθού αποτέλεσε θέμα που αντιμετωπίστηκε λίγους μήνες νωρίτερα και από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία συνεκτίμησε τόσο τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων όσο και τις απόψεις εξειδικευμένων φορέων, όπως το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, για να λάβει τις τελικές αποφάσεις της, προκρίνοντας τελικά μια μικρή αύξηση (+2%) του κατώτατου μισθού. Ταυτόχρονα, από την επισκόπηση των πολιτικών των χωρών του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η εφαρμογή πολιτικών υψηλότερων κατώτατων μισθών δεν είναι πάντοτε κακή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και ευεργετική, καθώς εξαρτάται από τον στόχο που επιδιώκεται να ιεραρχηθεί ως πρώτος: η αύξηση της κατανάλωσης ή η αύξηση της απασχόλησης;
Ερχόμενοι τώρα στα όσα συμβαίνουν στο μακροοικονομικό περιβάλλον διαπιστώνουμε ότι η επιλογή του κατάλληλου δείγματος δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που στο παρελθόν επέλεγαν οι κυβερνήσεις έχει φτάσει στα όριά της. Η οικονομική κρίση που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 και η πανδημία της τελευταίας διετίας οδήγησαν όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη στο ίδιο μίγμα πολιτικής προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πρωτόγνωρη κατάσταση σε συνέχεια των εκτεταμένων lockdowns που εφαρμόστηκαν. Οι κεντρικές τράπεζες υιοθέτησαν διαδοχικές πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, διοχετεύοντας άφθονη ρευστότητα στην οικονομία οδηγώντας τα επιτόκια ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα. Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους διαμόρφωσαν γενναία πακέτα στήριξης, εκδίδοντας νέα ομόλογα τα οποία στη συνέχεια εξαγόρασαν οι κεντρικές τράπεζες. Οι οικονομολόγοι αποκάλεσαν το μίγμα αυτών των πολιτικών Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία (Modern Monetary Theory). Ενθυμούμενοι δε και την ιδέα του Φρίντμαν για την από ελικοπτέρου διάθεση μετρητών, έκριναν σκόπιμο στις ΗΠΑ να την εφαρμόσουν πιστώνοντας με χρηματικά διαθέσιμα τους λογαριασμούς εκατομμυρίων πολιτών. Με εντυπωσιακά συγχρονισμένο τρόπο όλες οι κυβερνήσεις του πλανήτη εφάρμοσαν την ίδια συνταγή στην προσπάθεια να αποφευχθεί η κατάρρευση, θεωρώντας ότι «όταν καίγεται το σπίτι σου, το μόνο αποτελεσματικό μέσο είναι να ρίξεις άφθονο νερό ώστε να αποφευχθεί μια ολική καταστροφή».
Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσαν τον χαρακτηρισμό των οικονομικών ως μιας «μελαγχολικής επιστήμης» (dismal science) υπό την έννοια ότι οι καταιγιστικές εξελίξεις στο οικονομικό περιβάλλον σε συνέχεια της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου δεν συνοδεύτηκαν από νέα οικονομική σκέψη για την αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών. Η οικονομική σκέψη παρέμεινε εγκλωβισμένη στο στενό πλαίσιο της «λιγότερης ή περισσότερης παρέμβασης στην οικονομία», αποκαλώντας τις εφαρμοζόμενες συνταγές ως κεϊνσιανές (αυξημένη δόση κρατικής παρέμβασης) ή φιλελεύθερες (αυξημένος ρόλος των μηχανισμών της αγοράς). Η δε πραγματικότητα της πανδημίας ανάγκασε όλες τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν συνταγές υπέρμετρου παρεμβατισμού ως μονόδρομο για να αποτραπεί η κατάρρευση του οικονομικού συστήματος. Την ίδια ώρα τα προβλήματα σε όλες τις οικονομίες οξύνονταν, οδηγώντας τις κυβερνήσεις σε εντονότατο προβληματισμό σε σχέση με τους τρόπους με τους οποίους θα τα αντιμετωπίσουν: η μεγάλη ανισοκατανομή του πλούτου έχει οδηγήσει σε πρωτόγνωρες ανισότητες, οδηγώντας οικονομολόγους όπως τον Πικετί σε εξαιρετικά ριζοσπαστικές προτάσεις στο πεδίο φορολογικής πολιτικής. Η κλιματική αλλαγή οδήγησε όλες τις κυβερνήσεις στην άμεση εφαρμογή πολιτικών ενεργειακού μετασχηματισμού, που ήδη ωστόσο προκαλούν αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία. Ο πληθωρισμός που μέχρι πρότινος ήταν ξεχασμένο φαινόμενο, με τη ρευστότητα που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες να συμβάλει στην αύξηση των τιμών όλων των περιουσιακών στοιχείων και να μη διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία, είναι ξανά «παρών» και ουδείς μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα αν η αποκατάσταση της ευρυθμίας της παγκόσμιας οικονομίας θα οδηγήσει και στη γρήγορη υποχώρησή του.
Η ανάγκη φρέσκιας σκέψης στην οικονομική επιστήμη είναι πιο επιτακτική από ποτέ με τους οικονομολόγους να καλούνται να υποδείξουν «έξυπνους τρόπους» με τους οποίους το οικονομικό σύστημα θα λειτουργήσει πάλι ομαλά, έτσι ώστε να αποκατασταθούν οι ροές στο διεθνές εμπόριο, να επανέλθει η αγοραστική δύναμη στα μεσαία κοινωνικά στρώματα και να διεξαχθεί εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ των ισχυρότερων χωρών του πλανήτη. Στο πλαίσιο αυτό η οικονομική επιστήμη είναι σκόπιμο να ξαναθυμηθεί τη σκέψη της πολιτικής οικονομίας, όπως επισημαίνουν ο Σάμιουελ Μπόουλς και η Γουέντι Καρλίν στο πρόσφατο βιβλίο τους «Η οικονομία», ώστε να διευρυνθούν τα όρια της επιστημονικής γνώσης, συμβάλλοντας στον περιορισμό της αβεβαιότητας από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
* Ο κ. Τζάνας είναι οικονομολόγος