Skip to main content

«Γεράκια» με άλλη απόχρωση

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Παρά το γεγονός ότι η παραίτηση του «γερακιού» της ΕΚΤ, διοικητή της Μπούντεσμπανκ, Γενς Βάιντμαν, αιφνιδίασε τους πάντες, η αποχώρησή του δεν πρέπει να προκαλεί και τόσο μεγάλη απορία εάν κάνει κάποιος μία αναδρομή στην τελευταία δεκαετία. Ο Βάιντμαν είχε αναλάβει μόλις έναν χρόνο τα νέα του καθήκοντα όταν ο κόσμος της νομισματικής πολιτικής άρχισε να αλλάζει μέσα από τρεις μόνο λέξεις. Η περίφημη ομιλία του τότε προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, τον Ιούλιο του 2012, υποσχόταν να κάνει «ό,τι είναι δυνατόν» για να κρατήσει ενωμένη την Ευρωζώνη και να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους. Ήταν ακριβώς η στιγμή εκείνη που άρχισε να ξεδιπλώνεται μία αλλαγή στον τρόπο διαμόρφωσης της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που έσπρωξε τόσο τον Βάιντμαν όσο και άλλα παραδοσιακά «γεράκια» της ΕΚΤ στο περιθώριο, ψαλιδίζοντας μεγάλο μέρος της επιρροής τους. 

Ήταν ακριβώς αυτή η δεκαετία, που άρχισε από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης με αποκορύφωμα τη σημερινή κρίση της πανδημίας, που ο τρόπος σκέψης των οικονομολόγων για τον πληθωρισμό, τα επιτόκια, το κρατικό χρέος και τη δημοσιονομική πολιτική άρχισε να αποκλίνει από τις βασικές αρχές του αυστηρού πληθωριστικού ελέγχου και της λιτότητας, με αποτέλεσμα η Μπούντεσμπανκ να αποτελέσει το πιο ισχυρό εναπομείναν προπύργιο της μονεταριστικής πιστότητας. Ο Βάιντμαν ήταν φυσικό επακόλουθο να συγκρουστεί με αυτή τη νέα «ορθοδοξία» που άρχισε να διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια του. Αλλά δεν μπορούσε να τη σταματήσει. 

Με τη συνεχή κοπή νέου χρήματος για την αντιμετώπιση των κρίσεων, τα «γεράκια» πίστεψαν ότι ο πληθωρισμός όχι μόνο θα επέστρεφε στον στόχο του 2%, αλλά και θα τον ξεπερνούσε. Κάτι το οποίο δεν συνέβη ούτε και με τα τελευταία άνευ προηγουμένου νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Οι κεντρικές τράπεζες, τόσο η ΕΚΤ όσο και η Fed, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πληθωρισμός όχι μόνο ήταν ελεγχόμενος, αλλά και ότι ο κίνδυνος του υπερβολικά χαμηλού πληθωρισμού συνιστούσε μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη και τις χρηματοοικονομικές αγορές από τον κίνδυνο να είναι υπερβολικά υψηλός. 

Αυτό σημαίνει ότι η χρήση των προγραμμάτων αγορών ομολόγων τείνει να αναδειχθεί σε μόνιμο «εργαλείο» πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, όπως δείχνουν άλλωστε και οι συζητήσεις που γίνονται εντός της ΕΚΤ. Η αλλαγή αντανακλάται και στις συζητήσεις που ξεκίνησαν τώρα στην Κομισιόν για το πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. στις προκλήσεις που ανοίγονται στη μετά την πανδημία εποχή, συμπεριλαμβανομένης και της μετάβασης στην πράσινη οικονομία. 

Παρότι ο διάδοχος του Βάιντμαν θα συνεχίσει την κληρονομιά της Μπούντεσπανκ, αναμένεται να έχει πιο ήπιο προφίλ, το οποίο θα κομίζει τη νέα πολιτική της Γερμανίας, που θέλει μία παρέμβαση πιο εποικοδομητική παρά συγκρουσιακή. Άλλωστε, τα νέα «γεράκια» της Γερμανίας έχουν «διαφορετική απόχρωση», είναι τόσο «γεράκια όσο χρειάζεται».