Από την έντυπη έκδοση
Της Katharina Pistor*
Τα Pandora Papers, η νέα έρευνα από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ΙCIJ), προκάλεσαν κύματα οργής ανά τον πλανήτη. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, σταρ του αθλητισμού και pop icons πιάστηκαν «επ’ αυτοφώρω» να κρύβουν τον πλούτο τους και να λένε ψέματα γι’ αυτό. Πόσο πιθανό είναι όμως να κληθούν να λογοδοτήσουν και οι δικηγόροι και οι λογιστές που τους βοήθησαν;
Δεν υπάρχει τίποτα νέο στις πρακτικές που αποκάλυψε η έρευνα της ICIJ. Είναι αλήθεια πως η τεράστια κλίμακα, η πολυπλοκότητα και η νομική δύναμη πυρός που επιστρατεύτηκαν για να μπορούν σήμερα οι «ultra πλούσιοι» να παίζουν τον νόμο, ίσως είναι αξιομνημόνευτες. Αλλά η μόνη πραγματικά συγκλονιστική αποκάλυψη είναι ότι χρειάστηκαν περισσότεροι από 600 δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο για να εκθέσουν αυτές τις πρακτικές, συχνά διακινδυνεύοντας την προσωπική τους ασφάλεια και το επαγγελματικό τους μέλλον. Η δυσκολία της προσπάθειάς τους αποδεικνύει πόσο καλά οι δικηγόροι, οι νομοθέτες και τα δικαστήρια έχουν στρέψει τον νόμο υπέρ των ελίτ.
Για να κρύψουν τον πλούτο τους, οι σημερινοί «κροίσοι» και ισχυροί έχουν επωφεληθεί από πολύ παλιούς κώδικες νομικής στρατηγικής. Το 1535, ο βασιλιάς Ερρίκος Η’ της Αγγλίας στράφηκε κατά ενός νομικού όπλου γνωστού ως «χρήση» («the use») επειδή λειτουργούσε ως όχημα φοροαποφυγής υπέρ των φεουδαρχών. Αλλά χάρη σε έξυπνες νομικές κινήσεις και επιδιαιτησίες σύντομα αντικαταστάθηκε από ένα ακόμη πιο ισχυρό όπλο: το «καταπίστευμα» («The trust»).
Νομικά κωδικοποιημένο από δικηγόρους και αναγνωρισμένο από δικαστήρια ιδίων κεφαλαίων, το καταπίστευμα παραμένει ένα από τα πιο έξυπνα νομικά εργαλεία που εφευρέθηκαν ποτέ για τη δημιουργία και διατήρηση ιδιωτικού πλούτου. Παλαιότερα, ήταν το όχημα που επέτρεπε στους πλούσιους να παρακάμψουν τους νόμους για τις κληρονομιές. Σήμερα, είναι το πλέον προωθημένο όχημα φοροαποφυγής και δόμησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, των κινητών αξιών και των παραγώγων τους.
Λειτουργικά, ένα καταπίστευμα μεταβάλλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σε ένα περιουσιακό στοιχείο χωρίς να τηρούνται οι επίσημοι κανόνες περί ιδιοκτησιακού δικαίου. Δημιουργεί έτσι ένα σκιώδες δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η δημιουργία ενός καταπιστεύματος απαιτεί ένα περιουσιακό στοιχείο -όπως γη, μετοχές ή ομόλογα- και τρία πρόσωπα: έναν ιδιοκτήτη, έναν διαχειριστή και έναν δικαιούχο. Ο ιδιοκτήτης μεταβιβάζει τον νόμιμο τίτλο (αν και όχι απαραίτητα και την πραγματική κατοχή) επί του περιουσιακού στοιχείου στον διαχειριστή, ο οποίος υπόσχεται να το διαχειριστεί για λογαριασμό του δικαιούχου σύμφωνα με τις οδηγίες του ιδιοκτήτη.
Κανείς άλλος δεν χρειάζεται να γνωρίζει για αυτήν τη ρύθμιση, επειδή δεν υπάρχει απαίτηση εγγραφής του τίτλου ή αποκάλυψης της ταυτότητας των συμβαλλόμενων μερών. Αυτή η έλλειψη διαφάνειας καθιστά το trust το τέλειο μέσο για να παίξει κάποιος κρυφτό με πιστωτές και φορολογικές αρχές. Και επειδή ο νομικός τίτλος και τα οικονομικά οφέλη κατανέμονται μεταξύ των τριών προσώπων, κανείς δεν σπεύδει να αναλάβει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιοκτησία.
Το καταπίστευμα έγινε το αγαπημένο νομικό όπλο των παγκόσμιων ελίτ όχι επειδή παρενέβη κάποιο αόρατο χέρι της αγοράς, αλλά επειδή υπήρξε στοχευμένος και σκόπιμος νομικός σχεδιασμός.
Οι δικηγόροι έσπρωξαν και διεύρυναν τα νομικά όρια, τα δικαστήρια αναγνώρισαν και επέβαλαν τις «εφευρέσεις» τους και στη συνέχεια οι νομοθέτες (πολλοί από αυτούς μάλλον εξαρτώμενοι από πλούσιους χορηγούς) κωδικοποίησαν αυτές τις πρακτικές σε κυρωμένη νομοθεσία. Και καθώς οι προηγούμενοι περιορισμοί καταργήθηκαν, το δίκαιο του καταπιστεύματος διεύρυνε όλο και περισσότερο την εμβέλειά του.
Αυτές οι νομικές αλλαγές διασφάλισαν ότι ένα όλο και μεγαλύτερο φάσμα περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να διατηρηθεί σε καταπίστευμα και ότι ο ρόλος του διαχειριστή μπορεί να ανατίθεται σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και όχι σε άτεγκτους δικαστές. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από το καταπίστευμα μειώθηκαν, η ευθύνη των διαχειριστών ήταν περιορισμένη και η διάρκεια ζωής του trust άρχισε να γίνεται όλο και πιο ελαστική. Ο συνδυασμός όλων αυτών των αλλαγών έκανε το trust ιδανικό εργαλείο για την παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά.
Όσες χώρες δεν διέθεταν το συγκεκριμένο νομικό όπλο ενθαρρύνθηκαν να το αποκτήσουν. Το 1985 υιοθετήθηκε ακόμη και διεθνής συνθήκη, η Σύμβαση της Χάγης, στην κατεύθυνση αυτή.
Σε χώρες όπου οι νομοθέτες αντιστάθηκαν στην πίεση και απείλησαν τα trust με κυρώσεις, οι δικηγόροι επινόησαν ισοδύναμα νομικά όπλα, προσαρμόζοντας τους νόμους που διέπουν ιδρύματα, ενώσεις ή εταιρείες – στοιχηματίζοντας (συχνά σωστά) ότι τα δικαστήρια θα δικαιώσουν τις καινοτομίες τους.
Παρότι κάποιοι θεσμοί έχουν ξεφύγει από την αποστολή τους προκειμένου να είναι πιο φιλικοί νομικά στη δημιουργία ιδιωτικού πλούτου, κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τη φορολογική και νομική επιδιαιτησία. Αλλά οι νομικοί περιορισμοί λειτουργούν μόνο εάν ο νομοθέτης ελέγχει το δίκαιο που ασκείται εντός της επικράτειας της δικαιοδοσίας του. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι περισσότεροι νομοθέτες έχουν ουσιαστικά εξαιρεθεί από αυτόν τον έλεγχο, επειδή το δίκαιο έχει γίνει «φορητό». Εάν μια χώρα δεν έχει το «σωστό» δίκαιο, μια άλλη μπορεί να το έχει. Από τη στιγμή που η έδρα μιας επιχείρησης αναγνωρίζει και επιβάλλει το ξένο δίκαιο, η νομική και λογιστική γραφειοκρατία μπορεί εύκολα να διοχετευθεί στην πιο φιλική ξένη νομοθεσία και η δουλειά έγινε.
Ως εκ τούτου, οι εθνικές νομοθεσίες έχουν γίνει απλώς στοιχεία σε ένα παγκόσμιο μενού επιλογών, από τα οποία οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων διαλέγουν τους νόμους που προτιμούν να διέπουν τις δραστηριότητές τους. Δεν χρειάζονται διαβατήριο ή βίζα. Το μόνο που χρειάζονται είναι ένα νόμιμο κέλυφος. Αποκτώντας μια νέα νομική ταυτότητα με αυτόν τον τρόπο, οι λίγοι και προνομιούχοι μπορούν να αποφασίζουν πόσους φόρους θα πληρώνουν και σε ποιους κανόνες θα υπόκεινται. Και αν τα νομικά εμπόδια δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα, δικηγόροι από κορυφαίες παγκόσμιες νομικές εταιρείες θα αναλάβουν δράση και θα εκπονήσουν νομοθεσία για να κάνουν μια χώρα συμβατή με τις «βέλτιστες πρακτικές» του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος. Εδώ, φορολογικοί παράδεισοι και παράδεισοι καταπιστευμάτων, όπως η Νότια Ντακότα και οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, αποτελούν το χρυσό πρότυπο. Το κόστος αυτών των πρακτικών βαρύνει εκείνους που έχουν λιγότερες δυνατότητες κινητικότητας και δεν είναι επαρκώς πλούσιοι. Αλλά η μετατροπή του νόμου σε χρυσωρυχείο για τους πλούσιους και ισχυρούς προκαλεί βλάβες που εκτείνονται πολύ μακρύτερα από τις άμεσες ανισότητες που δημιουργεί. Η δυνάμει υπονόμευση της νομιμότητας αυτού καθαυτού του νόμου απειλεί τα βασικά θεμέλια της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Όσο περισσότερο οι πλούσιες ελίτ και οι δικηγόροι τους επιμένουν πως ό,τι κάνουν είναι νόμιμο, τόσο λιγότερο η κοινή γνώμη θα εμπιστεύεται τον νόμο. Οι σημερινές παγκόσμιες ελίτ ίσως μπορούν να ξορκίζουν την υπαγωγή του πλούτου τους στον νόμο και στο δίκαιο. Αλλά κανένας πόρος δεν είναι ανεξάντλητος. Από τη στιγμή που θα χαθεί η εμπιστοσύνη στον νόμο, θα είναι δύσκολο να ανακτηθεί. Και τότε οι πλούσιοι θα έχουν χάσει το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο που είχαν ποτέ στα χέρια τους.
*Η Katharina Pistor είναι καθηγήτρια Συγκριτικού Δικαίου στη Νομική Σχολή της Κολούμπια και συγγραφέας του βιβλίου: «Ο Κώδικας του Κεφαλαίου: Πώς ο νόμος δημιουργεί πλούτο και ανισότητα».
Project Syndicate