Από την έντυπη έκδοση
Tου Ιωάννη Παπαδόπουλου*
Οι μεταπολεμικές γενιές έμαθαν ότι ο γαλλογερμανικός άξονας είναι η κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι καμία εμβάθυνση του κοινοτικού κεκτημένου δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενεργό υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από αυτές τις δύο κεντρικές δυνάμεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ωστόσο, με την προϊούσα πολλαπλή συστημική κρίση που διέρχεται η Ένωση, αυτό το θέσφατο αμφισβητείται ολοένα και εντονότερα.
Ένας τομέας όπου αυτή η απίσχνανση του ευρωπαϊκού άξονα διαφαίνεται καθαρά είναι ο τομέας που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φορολογική ολοκλήρωση». Το Παρίσι κυρίως, με την υποστήριξη της Γερμανίας, προωθεί δύο βασικά μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης που συζητούνται στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε.: τον φόρο επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (financial transactions tax) και τον φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών (digital services tax). Το πρώτο μέτρο αποτελεί αντικείμενο συζήτησης από το 2011, οπότε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε νομοθετική πρόταση για την καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή επί των τραπεζικών συναλλαγών και ενός άλλου επί των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά παράγωγα. Αυτή η γαλλογερμανική πρωτοβουλία, η οποία σχεδιάστηκε τόσο ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης (μια ελάχιστη φορολόγηση των ογκωδών χρηματοοικονομικών συναλλαγών) όσο και ως μέτρο δημοσιονομικής βιωσιμότητας (παροχή μιας σταθερής φορολογικής βάσης στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. με έναν ίδιο πόρο), συνάντησε την πολύ σθεναρή αντίσταση της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας, μπλοκαρίστηκε στο Συμβούλιο της Ε.Ε. και τελικά πέρασε ως μέτρο «ενισχυμένης συνεργασίας» μεταξύ δέκα κρατών-μελών της Ε.Ε. και όχι ως ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Μια πρόσφατη συμβιβαστική προσπάθεια για την επέκταση του φόρου αυτού και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., με συρρικνωμένη φορολογική βάση, αναβλήθηκε για το νέο έτος. Όμως αυτός ο έμμεσος φόρος, ο οποίος έχει πολώσει την πολιτική συζήτηση στους κόλπους της Ε.Ε. τον τελευταίο χρόνο, είναι ο φόρος επί των ψηφιακών υπηρεσιών, που παρουσίασε ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί προκειμένου να κάνει και τους ψηφιακούς εταιρικούς κολοσσούς (γνωστούς ως GAFA – Google, Apple, Facebook και Amazon) να πληρώσουν όσο πληρώνουν όλες οι υπόλοιπες εταιρείες. Ο φόρος αυτός είναι βασισμένος πάνω στην απλή ιδέα ότι τα φορολογικά κέρδη θα πρέπει να φορολογούνται εκεί όπου παράγονται και όχι στη φορολογική έδρα του πολυεθνικού ομίλου που βρίσκεται σε κάποιον φορολογικό παράδεισο. Η Επιτροπή πρότεινε τη φορολόγηση από ένα κατώτατο όριο εσόδων των 50 εκατομμυρίων ευρώ και την καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή 3% επί του κύκλου εργασιών. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο αλληλοσυμπληρούμενες νομοθετικές προτάσεις, μία ως ένα προσωρινό μέτρο που διασφαλίζει φορολογικά έσοδα στην Ε.Ε. έως ότου τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ καταλήξουν σε έναν διεθνή φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών και μία για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στις ψηφιακές υπηρεσίες.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην τελευταία του ολομέλεια στις 13 Δεκεμβρίου, ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία μια ακόμα πιο φιλόδοξη εκδοχή, κατεβάζοντας το κατώφλι των φορολογητέων εσόδων στα 40 εκατομμύρια ευρώ και ανεβάζοντας τον φορολογικό συντελεστή στο 5%, ενώ απέρριψε όλες τις τροπολογίες που απέκλειαν κάποιες ψηφιακές υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα το live streaming τύπου Netflix, από τη φορολόγηση. Όσον αφορά τη φορολογική βάση, η πρόταση συμπεριλαμβάνει, εκτός από τις ψηφιακές πλατφόρμες, και την πώληση ψηφιακών δεδομένων πελατών -η οποία, μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, έχει φανεί ότι αποτελεί τη βάση του επιχειρηματικού μοντέλου της εταιρείας Facebook- καθώς και τις διαφημίσεις online, μια σταθερά διογκούμενη διεθνή αγορά. Η εκτίμηση επιπτώσεων της νομοθεσίας εκτιμά τα επιπλέον φορολογικά έσοδα για την Ε.Ε. στα 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Όμως το πρόβλημα είναι ότι, σύμφωνα με τις Συνθήκες της Ε.Ε., η φορολογική πολιτική υπόκειται σε ομοφωνία των κρατών-μελών, ουσιαστικά δηλαδή των υπουργών Οικονομικών στο Συμβούλιο ECOFIN, συνεπώς μικρή σημασία έχει η πολιτική θέση του Κοινοβουλίου. Και στο Συμβούλιο, μια ομάδα πολύ φιλελεύθερων κρατών που χρησιμοποιούν τον φορολογικό ανταγωνισμό προς όφελός τους (Ιρλανδία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία) αντιτάσσονται ανοιχτά στους Γάλλους και Γερμανούς με το επιχείρημα ότι ένας τέτοιος φόρος θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής τους οικονομίας, καθώς θα διώξει τους ψηφιακούς κολοσσούς απ’ την Ευρώπη λόγω της αναζήτησης ευνοϊκότερων φορολογικών καθεστώτων.
Αυτή η φορολογική αντίσταση των βόρειων μεσαίων δυνάμεων της Ε.Ε. απέναντι στη Γαλλία και τη Γερμανία συμβαίνει, ειρωνικά, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για τη Γαλλία του Μακρόν, η οποία σημαδεύεται από την πιο έντονη μορφή λαϊκής φορολογικής εξέγερσης των τελευταίων 50 ετών. Πράγματι, το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», ενώ ξεκίνησε ως αντίδραση απέναντι στην αύξηση του φόρου επί των καυσίμων, γρήγορα επεκτάθηκε σε μια γενικευμένη φορολογική ανταρσία των μικρομεσαίων απέναντι στις οικονομικές αδικίες και τη διογκούμενη ταξική ανισότητα λόγω των φοροαπαλλαγών στους πολύ πλούσιους σε συνδυασμό με τη φορολόγηση του πιο βασικού προϊόντος απ’ το οποίο ακόμα εξαρτούν την επιβίωσή τους οι λαϊκές τάξεις: το πετρέλαιο. Με άλλα λόγια, μια επίσημη φορολογική αντίσταση των πλουσιότερων κρατών στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. αναχαιτίζει τη δυνατότητα φορολογικής ανακούφισης των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης. Πρόκειται για μια νέα και ειδικότερη μορφή ρηγμάτωσης, που έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες ρηγματώσεις μεταξύ Βορείων και Νοτίων σε θέματα διαχείρισης της Ευρωζώνης και μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών σε θέματα μετανάστευσης και κράτους δικαίου.
* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας