Skip to main content

Προκαταβολή της ανάπτυξης

Από την έντυπη έκδοση

Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]

Εχουμε γίνει βαρετοί από αυτή εδώ τη στήλη να επισημαίνουμε ότι την κρίση που προκλήθηκε από τον δημόσιο τομέα την πλήρωσε και θα την πληρώνει ακόμη για πολλά χρόνια ο ιδιωτικός τομέας. Εν μέσω βαθιάς ακόμη κρίσης, βρέθηκε τρόπος να χορηγηθούν αυξήσεις αποδοχών στον δημόσιο τομέα από 40 έως και 400 ευρώ τον μήνα, ενώ κάποιες κατηγορίες υπαλλήλων εξαιρέθηκαν ξανά, όπως και το 2011, από το «ενιαίο» μισθολόγιο, το οποίο με τις εξαιρέσεις που ενσωματώνει μόνο «ενιαίο» δεν είναι.
Το νομοσχέδιο προβλέπει και μειώσεις μισθών, αλλά δεν θα μετράνε. Οπως αναφέρει η σχετική διάταξη, σε όσους υπαλλήλους επέρχεται μείωση των μισθών τους, δεν θα θίγονται οι απολαβές, καθώς τη μείωση θα τη λαμβάνει ως «προσωπική διαφορά», όροι που αποτελούν άγνωστες λέξεις για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Το κόστος των «αναπροσαρμογών» των μισθών στο Δημόσιο, σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, φτάνει τα 150 εκατ. ευρώ, την ώρα που ψάχνουμε ισοδύναμα για δεκάδες επώδυνα μέτρα. Ακόμη, προβλέπει και νέες αυξήσεις από το 2018 και μετά, που θα κοστίσουν επιπλέον άλλα περίπου 150 εκατ. ευρώ. Σε μια περίοδο που, υποτίθεται, η οικονομία επιχειρεί να ανακάμψει, με το μίνι πολυνομοσχέδιο, παρέχεται… προκαταβολή της ανάπτυξης σε επιλεκτικές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων.

Επίσης, το νομοσχέδιο αποφεύγει να βάλει τάξη στο μισθολογικό χάος και να θίξει τις ανισότητες αποδοχών μεταξύ των υπαλλήλων. Παράδειγμα, υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομίας, κατηγορίας ΠΕ, έχει μικτές μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.685,78 ευρώ, ενώ στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του ίδιου υπουργείου ο αντίστοιχος υπάλληλος λαμβάνει μικτά 1.856 ευρώ! Αλλη περίπτωση, υπάλληλος (ΥΕ) του υπουργείου Ανάπτυξης έχει υψηλότερο μισθό (1.848 ευρώ) από υπάλληλο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης που εργάζεται με σύμβαση αορίστου χρόνου στο Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας που εποπτεύεται από το υπουργείο Εσωτερικών και αμείβεται με 1.610,91 ευρώ. Επίσης στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας και στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) ο μέσος μισθός της εκπαιδευτικής κατηγορίας ΠΕ είναι κατά περίπου 1.300 ευρώ υψηλότερος, από τον μέσο μισθό της ίδιας κατηγορίας υπαλλήλων του υπ. Οικονομίας, το οποίο εποπτεύει τους δύο φορείς!

Αυτά συμβαίνουν στον δημόσιο τομέα με τη στενή έννοια. Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ΔΕΚΟ κ.λπ., τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.

Οι αμοιβές παραμένουν στα ύψη για τα σημερινά δεδομένα, τα συνταξιοδοτικά καθεστώτα είναι πλουσιοπάροχα, ενώ υπάρχει και μια «κυψέλη» προστασίας όταν επιχειρηθεί οποιαδήποτε τομή.

Αντί λοιπόν το νομοσχέδιο να επιβάλει ένα πράγματι «ενιαίο μισθολόγιο», με τα νέα επιδόματα και τις αναπροσαρμογές υφισταμένων παροχών, που προβλέπει, διευρύνει τις ανισότητες.