Skip to main content

Παραμερίζοντας πολιτικούς εγωισμούς

Γιάννης Κωνσταντινιδης, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Επιστημονικός Διευθυντής Prorata
Βένη Μουζακιάρη, Τμήμα Πολιτικής Ανάλυσης Prorata

Η προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία απέκτησε ένα έντονο ενδιαφέρον μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Σοσιαλδημοκράτη και πρώην Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, Martin Schulz.

Από τις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, προέκυψε ο “Μεγάλος Συνασπισμός”, ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα γερμανικά κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) της Angela Merkel και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Sigmar Gabriel. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών, οι μετρήσεις κοινής γνώμης αποτύπωναν μια σταθερή υπεροχή των πρώτων και μια μικρή υποχώρηση των Σοσιαλδημοκρατών. Τους τελευταίους προβλημάτιζε έντονα η σχεδόν μηδενική προσδοκία εκλογικής νίκης των Σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεσία του Sigmar Gabriel (δημοσκόπηση της εταιρείας Emnid, Αύγουστος 2016). Η αδυναμία του Gabriel να προωθήσει τις πολιτικές του SPD στην κυβερνητική ατζέντα ή να επηρεάσει σε ένα βαθμό την επί χρόνια συνεκτική και αρραγή οικονομική πολιτική του CDU, του στοίχιζε την προοπτική υποψηφιότητάς του έναντι στη Merkel. Η προσωπική αδυναμία του Gabriel μετατρεπόταν σε κομματική αδυναμία, καθώς στον ορίζοντα δεν είχαν διαφανεί εναλλακτικές υποψηφιότητες από την πλευρά των Σοσιαλδημοκρατών. Μέχρι τη στιγμή που εκδηλώνεται το σχετικό ενδιαφέρον από τον Martin Schulz. 

Βγαίνοντας από το αδιέξοδο

Η λήξη της θητείας του Martin Schulz ως Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου μετατόπιζε σαφώς το ενδιαφέρον του στην εσωτερική πολιτική, ωστόσο πιθανότερος ρόλος για τον Schulz φαινόταν να είναι η θέση του Υπουργού Εξωτερικών, καθώς ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών, ο σοσιαλδημοκράτης Frank-Walter Steinmeier είχε αποφασίσει να μεταβεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Παρότι ο ίδιος δεν έκρυβε τις φιλοδοξίες του, τον πρώτο λόγο για την υποψηφιότητα του κόμματος είχε ο Gabriel. Με μια απροσδόκητη για πολιτικό αρχηγό και σπάνια για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία κίνηση, ο Gabriel κάλεσε τον μάλλον έκπληκτο Schulz και του ανακοίνωσε την απόφασή του να είναι ο δεύτερος υποψήφιος για την Καγκελαρία. Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο, οι εισηγήσεις που δέχτηκε ο Gabriel από κομματικούς αξιωματούχους και στρατηγικούς αναλυτές, εξηγούσαν ότι η υποψηφιότητά του ιδίου δεν αναμένονταν να προσδώσει δυναμική στην προεκλογική εκστρατεία του κόμματος. Το δυσάρεστο μεν, πλην όμως ξεκάθαρο, μήνυμα έθεσε τέλος στις σκέψεις του Gabriel σχετικά με το ενδεχόμενο της υποψηφιότητάς του.

Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας Schulz όχι μόνο έγινε θερμά δεκτή από το εσωκομματικό περιβάλλον των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά και από την κοινή γνώμη, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο σύνολο των δημοσκοπήσεων που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες τρεις εβδομάδες Στους δείκτες μέτρησης της δημοφιλίας, ο Schulz έφτασε γρήγορα τις τιμές του δείκτη για την Merkel, ενώ στην πρόθεση ψήφου, το SPD κατάφερε να κερδίσει έως και 8 μονάδες μέσα σε τρεις εβδομάδες σύμφωνα με την ARD. 

Ποιος είναι ο Martin Schulz;

Ο Martin Schulz είναι ένα φρέσκο πρόσωπο για την γερμανική πολιτική. Δεν υπήρξε βουλευτής πριν από το 1994, όταν εκλέχτηκε ευρωβουλευτής, και έχει διατελέσει μόνο δήμαρχος σε μια μικρή πόλη κοντά στο Άαχεν. Είναι ένα πρόσωπο, του οποίου η προσωπική ιστορία συγκινεί πολύ. Δεν έχει σπουδάσει, ωστόσο μιλάει πέντε γλώσσες. Ήθελα να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ωστόσο ένας ξαφνικός τραυματισμός τον εμπόδισε. Σχεδόν μέχρι τα τριάντα του χρόνια υπέφερε από αλκοολισμό και κατάθλιψη, συνδυασμός που τον οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας από την οποία τον έσωσε ο αδερφός του και τον οδήγησε σε κλινική αποτοξίνωσης. Μετά την αποθεραπεία του, εκκίνησε μια νέα ζωή και άνοιξε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στο Άαχεν, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Η προσωπική ιστορία του παραπέμπει στην εικόνα ενός «αλλιώτικου» πολιτικού, ιδιότητα που εκτιμάται θετικά από τα εκλογικά ακροατήρια της Δύσης τα τελευταία χρόνια.

Από την άλλη, η πολυετής παρουσία του στη λήψη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θολώνει την εικόνα ενός μη συστημικού υποψηφίου, την οποία πιθανώς θα δημιουργούσε η προσωπική ιστορία του. Ο Martin Schulz έγινε ιδιαίτερα γνωστός μέσα από τη θητεία του ως Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου από το 2012 έως 2016. Υπήρξε στενός συνεργάτης και πιστός σύμμαχος του Πρόεδρου της Επιτροπής Jean-Claude Juncker. Στη διάρκεια της τελευταίας διετίας μάλιστα, οι δυο τους δημιούργησαν ενιαίο μέτωπο και ήρθαν σε έντονη αντιπαλότητα με την πολιτική της Γερμανίας αναφορικά με την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Συνδέοντας τις συνέπειες της εκτεταμένης λιτότητας με την ενίσχυση του λαϊκισμού και την εκλογική αποτύπωσή του στην ψήφο για κόμματα που τοποθετούνται σκωπτικά έως εχθρικά έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δύο άνδρες φάνηκαν να αποδίδουν διαφορετικές προτεραιότητες στην οικονομία, από τη μία, και στην πολιτική, από την άλλη σε σχέση με τις αντίστοιχες της γερμανικής ηγεσίας.

Η τριβή ανάμεσα στην Merkel και στους Junker και Schulz ενισχύθηκε μετά την επικράτηση του Brexit τον περασμένο Ιούνιο. Η άποψη των δυο ανδρών ήταν η διαδικασία εξόδου της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ να επιταχυνθεί, ώστε να μην απασχολεί το θέμα αυτό την κοινή γνώμη ενόσω κομβικές προεκλογικές περίοδοι σε όλη την επικράτεια της ΕΕ αναμένονταν να ξεκινήσουν. Junker και  Schulz μάλιστα επέμεναν οι όροι εξόδου της Μ. Βρετανίας να είναι τόσο αυστηροί (περιλαμβάνοντας για παράδειγμα την έξοδο από την Κοινή Αγορά) ώστε αυτοί να αποτελέσουν αντικίνητρα προς ενδεχόμενες μελλοντικές αντίστοιχες εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανίδα Καγκελάριος προσέγγιζε το θέμα με μια διαφορετική στρατηγική και σίγουρα χωρίς να πιέζει για ένα γρήγορο κλείσιμο. Η σταθερότητα και η έκταση των εμπορικών σχέσεων της Γερμανίας με τη Μ. Βρετανία απέτρεπε την Merkel από τη γρήγορη απόφαση και των ωθούσε σε μια πιο ήπια και μάλλον αμφίθυμη αντίδραση στο κέντρο της οποίας η Merkel έθετε και πάλι οικονομικά και όχι πολιτικά κριτήρια. Για τη συζήτηση για την εσωτερική γερμανική πολιτική, η αξία της περιγραφείσας αντιπαράθεσης του Schulz με την Merkel βρίσκεται στο γεγονός ότι εκ της έμμεσης αυτής σύγκρουσης ενισχύεται η εκλογικά επιθυμητή αντί-συστημικότητα της υποψηφιότητας Schulz. 

Πόσο διαφορετική θα είναι η γερμανική πολιτική σε περίπτωση επικράτησης του Schulz;

Δεδομένων των όσων έχει υπερασπιστεί και των όσων έχει πολεμήσει ο Martin Schulz, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ευρωκοινοβούλιο, ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος σε διεθνές επίπεδο εμφανίζεται προβληματισμένος για την ένταση των μεταβολών που θα επέφερε η επικράτησή του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η επιλογή της λιτότητας κατά τις δύο τελευταίες θητείες της Merkel, με τη συνακόλουθη περικοπή των δημόσιων δαπανών και της κατανάλωσης, ακόμη και σε συνθήκες αύξησης της απασχόλησης έχει προσανατολίσει τη γερμανική οικονομία στις εξαγωγές και έχει οδηγήσει σε εμπορικό πλεόνασμα έως 200 δισεκατομμύρια. Μια ανατροπή στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, με την αναρρίχηση στην εξουσία ενός πολιτικού, ο οποίος αντιμάχεται πολλές πτυχές της πολιτικής λιτότητας, ιδιαίτερα εκείνων που αναφέρονται στον περιορισμό της κατανάλωσης και στις φοροελαφρύνσεις πολυεθνικών εταιριών που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται στη Γερμανία, είναι δεδομένο ότι θα δημιουργήσει νέες εξελίξεις. Η δημοσιονομική αλλαγή στη Γερμανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανακαθορισμό της ισοτιμίας του νομίσματος και να επηρεάσει τις εξαγωγικές σχέσεις με τρίτες χώρες. Υπό αυτήν την έννοια, η ανάδειξη του Schulz στην καγκελαρία θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές διαφορές στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και αν οι Σοσιαλδημοκράτες, σημερινοί σύμμαχοι της Merkel και των Χριστιανοδημοκρατών, δε θα υιοθετούσαν μια συγκρουσιακή λογική.

Στο εσωτερικό πεδίο, οι αλλαγές που μια νίκη του Schulz θα επέφερε είναι εξίσου σημαντικές. Σύμφωνα με τους αναλυτές, ο Schulz επιδιώκει να έρθει σε κυβερνητική συμμαχία με το αριστερό τόξο του γερμανικού κομματικού συστήματος και όχι να υπάρξει σε μια συνέχεια της “Μεγάλης Συμμαχίας” με το CDU. Η ιδανική για τον ίδιο περίπτωση θα ήταν να δημιουργηθεί κυβερνητική συνεργασία ανάμεσα στο SPD, στους Πράσινους και στην Αριστερά (Die Linke). Η εμφάνιση του Schulz στο σκηνικό ομολογουμένως ανοίγει τις επιλογές των Γερμανών ψηφοφόρων, σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο σε σύγκριση με αυτόν που θα είχαν αν το χρίσμα των Σοσιαλδημοκρατών κρατούσε τελικά ο Gabriel, τόσο λόγω της ουσιαστικής συμμετοχής του Gabriel στη σημερινή κυβέρνηση υπό την Merkel, όσο και λόγω της αδυναμίας του να εμφανιστεί ως δυνάμει νικητής της αναμέτρησης. 

Αντί πρόβλεψης

Η Angela Merkel επιδιώκει να κερδίσει για τέταρτη συνεχόμενη φορά την εκλογή. Η ίδια πιστώνεται την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στο ευρωπαϊκό έδαφος από το 2008 και μετά, ωστόσο από την άλλη χρεώνεται τα δραματικά υψηλά ποσοστά ανεργίας και την αδυναμία διαχείρισης του προσφυγικού, η οποία και οδήγησε οξείες αντιπαραθέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε μια επίφοβη συμμαχία με την Τουρκία. Παρ’ όλα αυτά, το CDU φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί κοντά στο 35%, περίπου επτά μονάδες πίσω από τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος το 2013, ενώ τόσο η ίδια, όσο και ο Υπουργός Οικονομικών, Wolfgang Schäuble, συνεχίζουν να απολαμβάνουν σημαντικά υψηλούς δείκτες δημοφιλίας.

Αναμφίβολα πάντως, η επιλογή της υποψηφιότητας Schulz άλλαξε τους όρους του εκλογικού παιχνιδιού, καθώς δημιούργησε ρεύμα σημαντικής μετακίνησης ψηφοφόρων από τους Χριστιανοδημοκράτες στους Σοσιαλδημοκράτες, καθώς οι δεύτεροι εμφανίστηκαν ως μια διαφορετική και βάσιμη επιλογή. Κομβικό σημείο για την τελική έκβαση της προεκλογικής εκστρατείας φαίνεται να αποτελεί ο όγκος αυτής της μετακίνηση, ίσως μάλιστα πολύ κομβικότερο από την πορεία των εισροών του ξενοφοβικού και ρατσιστικού AfD από άλλα κόμματα. Παρότι οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν το AfD στην τρίτη θέση, μοιάζει πιθανότερο ότι το κόμμα θα πιεστεί όσο εμφανίζονται ενδείξεις ταύτισης θέσεων των στελεχών του με το πιο μελανό παρελθόν της γερμανικής ιστορίας, όπως στο πρόσφατο παράδειγμα ανοιχτής εναντίωσης υψηλόβαθμου στελέχους του AfD στην ανέγερση μνημείου του Ολοκαυτώματος, γεγονός που ακολουθήθηκε χρονικά από μικρή υποχώρηση της δημοσκοπικής δύναμης του κόμματος.

Η ανάλυση των τάσεων της κοινής γνώμης επτά μήνες πριν από την αναμέτρηση δεν είναι σκόπιμη, ούτε και εύκολη, πολύ περισσότερο που στη γερμανική περίπτωση –λόγω του εκλογικού συστήματος που εφαρμόζεται– σημαντικό τμήμα της ερμηνείας του τελικού αποτελέσματος βρίσκεται στις τελικές επιλογές κυβερνητικών συμμαχιών που ο καθένας από τους μεγάλους παίκτες θα επιλέξει να κάνει με τα μικρότερα κόμματα τον τελευταίο μήνα πριν τις κάλπες. Ωστόσο, για την ώρα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η αιφνίδια αύξηση του ενδιαφέροντος για την εκλογική μάχη και η ξαφνική ροή ψηφοφόρων από το CDU στο SPD ως αποτέλεσμα της απόφασης του Gabriel να παραμερίσει τον πολιτικό του εγωισμό για χάρη της προοπτικής του κόμματός του. Χρήσιμο και σπάνιο παράδειγμα.