Skip to main content

Ανάγκη λήψης διαρθρωτικών μέτρων στην αγορά ενέργειας

Από την έντυπη έκδοση

Του Αντώνη Κοντολέοντος*

Η εκτόξευση των χρηματιστηριακών τιμών ενέργειας που καταγράφεται με ιδιαίτερη έμφαση τους τελευταίους μήνες σε ποσοστό έως και 400%, κυρίως λόγω της αδυναμίας ικανοποίησης της ζήτησης σε φυσικό αέριο (φ.α.), έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής 20%-40% σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους. Η παρούσα κρίση, όμως, μεγεθύνει και φέρνει στο επίκεντρο έντονα τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής αγοράς ενέργειας.

Οι επιπτώσεις από την εκτόξευση των τιμών ενέργειας είναι πολύ μεγαλύτερες στη μέση τάση (ΜΤ), καθώς οι νέες συμβάσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε να υπογράψει η πλειοψηφία των βιομηχανιών στη ΜΤ στις αρχές του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, τους μετακυλούν 100% το όποιο κόστος διαμορφώνεται στη χονδρεμπορική αγορά. Οι μη καθετοποιημένοι προμηθευτές, μη έχοντας τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο της αύξησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, ελλείψει ρευστότητας στην ανύπαρκτη στην πράξη προθεσμιακή αγορά, δεν είχαν άλλη επιλογή. Η εκτόξευση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά δεν φαίνεται όμως να επιβαρύνει τους καθετοποιημένους προμηθευτές, κυρίως τους ιδιώτες, οι οποίοι ενώ μεταφέρουν 100% τις υψηλές αυτές τιμές στους πελάτες τους, όντας παραγωγοί εξασφαλίζουν κέρδη επωφελούμενοι από την εκτόξευση των τιμών λόγω της παρούσας κρίσης.

Ως ΕΒΙΚΕΝ εγκαίρως καταγγείλαμε επανειλημμένα ήδη από τον περασμένο Μάιο με επιστολές μας στον Ρυθμιστή τις συγκεκριμένες πρακτικές που καταγράφθηκαν στην αγορά προμήθειας, ζητώντας τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων. Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των βιομηχανιών θα αναγκαστεί να περάσει την επιβάρυνση αυτή στις τιμές των προϊόντων τους. Είναι επίσης αυτονόητο ότι πολλές βιομηχανίες θα χάσουν μερίδιο στη διεθνή αγορά, με ό,τι αυτό σημαίνει στην προσπάθεια για ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας. Αξίζει να υπενθυμίσουμε κάποια νούμερα που δείχνουν τη σημασία των εξαγωγών. Χωρίς να αγνοούμε τους πολλαπλασιαστές για την οικονομία, τα έσοδα από τις εξαγωγές αγαθών το 2019 ήταν 23 δισ. (χωρίς τα καύσιμα) και το πρώτο εξάμηνο του 2021 ήταν αντίστοιχα 13,6 δισ.

Η κρίση δεν θα είναι παροδική, θα επαναληφθεί

Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι σε όλη τη μακρά περίοδο μετάβασης στην πράσινη εποχή οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο και φ.α., αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμη και εάν η παρούσα κρίση διαρκέσει μερικούς μήνες ακόμη, τίποτα δεν μας βεβαιώνει ότι δεν θα επαναληφθεί και το πιο σημαντικό ότι οι τιμές ενέργειας θα επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα. Είναι γεγονός ότι η περιστολή των κεφαλαιακών δαπανών σε επενδύσεις σε πετρέλαιο και φ.α. επιταχύνθηκε χάρη στην άνοδο των επενδύσεων με κριτήρια οικολογικά, κοινωνικής αποδοχής και εταιρικής διακυβέρνησης, λόγω ακριβώς της γενικότερης πολιτικής για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα το 2050. Ένα είναι βέβαιο, η μετάβαση σε μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα δεν μπορεί να επιτευχθεί ταχύτερα από την εξασφάλιση των πόρων και της απαραίτητης τεχνολογίας που θα καταστήσουν αυτή τη μετάβαση δίκαιη, ασφαλή και ανταγωνιστική για την Ευρώπη, την ώρα μάλιστα που τα μέσα αυτά δεν θα είναι ισομερώς διαθέσιμα σε όλα κράτη της Ε.Ε.

Το κοινό κείμενο/πρόταση, την οποία προσυπέγραψαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Τσεχίας και της Ρουμανίας, για τα διαρθρωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν στη λειτουργία των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για να αντιμετωπιστεί η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους σε μόνιμη βάση, κατά την άποψή μας είναι μονόδρομος. Δυστυχώς φαίνεται ότι συναντάει την άρνηση της Ε.Ε. και πολλών ισχυρών χωρών, παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε πρόσφατο κείμενό της παραδέχεται ότι μεσοπρόθεσμα, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης καθώς εξελίσσεται η δομή των αγορών ενέργειας, παρόμοια επεισόδια εκτόξευσης των τιμών δεν μπορούν να αποκλειστούν. Η πρόταση της Ε.Ε. περιορίζεται στην ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων και στην αποθήκευση ενέργειας, αρνούμενη να δει την εξάρτηση από το φ.α. και να διερευνήσει τη λειτουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς φ.α., μια και οι υφιστάμενες συμβάσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.

Το μέσο κόστος παραγωγής πρέπει να καθορίζει την τιμή καταναλωτή

Στις παρούσες συνθήκες, στο πλαίσιο μιας δίκαιης, ασφαλούς μετάβασης, κρίνεται επίσης αναγκαία μια μεταρρύθμιση της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε το μέσο κόστος παραγωγής να καθορίζει την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής και το όποιο χαμηλό κόστος των ΑΠΕ να αντανακλάται απευθείας στις τιμές προμήθειας. Αυτό θα γίνει όταν οι ιδιωτικές συμβάσεις των προμηθευτών στηρίζονται απευθείας σε χαρτοφυλάκια αγοράς ενέργειας από ΑΠΕ, στα οποία το φυσικό αέριο και τεχνολογίες αποθήκευσης θα έχουν συμπληρωματικό και όχι καθοριστικό ρόλο στο κόστος.

Σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τον ανταγωνισμό, το μεγάλο μέρος της κατανάλωσης έως και 80% βασίζεται σε σταθερές τιμές μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων. Αντίθετα, στη χώρα μας η ανάπτυξη προθεσμιακής αγοράς αποτελεί μακρινό όνειρο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η ελληνική αγορά έχει χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου.

Τα όποια μέτρα προωθούνται από τους αρμοδίους για να ενισχύσουν τα πράσινα PPA με τη μεγάλη βιομηχανία σε ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας, αυτοαναιρούνται στην πράξη από τη διατήρηση έως το 2025 των δημοπρασιών για σταθερές τιμές αποζημίωσης των παραγωγών ΑΠΕ εγγυημένες από το ελληνικό δημόσιο για 20 έτη. Στις διαμορφούμενες συνθήκες τίθεται θέμα επιβίωσης για πολλές βιομηχανίες και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία η λήψη άμεσων μέτρων στήριξης από την κυβέρνηση.

*Πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ)