Skip to main content

Η αποτελεσματική διαχείριση του δημοσιονομικού χώρου απαιτεί βελτίωση της αποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών

Του Αριστομένη Βαρουδάκη*

Βαδίζοντας προς το τέλος του πρώτου εξαμήνου απο την εκλογή της, η κυβέρνηση λαμβανει κάποια δημοσιονομικά μέτρα που ακολουθούν περασμένες πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων πρακτικών της προηγούμενης κυβέρνησης. Αρχικά χορηγήθηκε συμπληρωματικό κοινωνικο μερισμα 175 εκατ. ευρώ απο το υπερπλεονασμα του δεύτερου εξαμήνου. Στη συνέχεια ανακοινώθηκε σχέδιο περίπου 28000 προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (19700 στο δημόσιο και 8000 στους ΟΤΑ) για την κάλυψη κενών θέσεων σύμφωνα με τον κανόνα «μια πρόσληψη για μια αποχώρηση». Δεδομένου οτι ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος και εξαιρετικά πολύτιμος, ο σχεδιασμός για τη διαχείριση του δεν θα πρέπει να αγνοεί βασικές αδυναμίες της διάρθρωσης και της αποδοτικότητας των δημοσίων δαπανών.

Ο δημοσιονομικος χώρος που προκύπτει απο την υπεραπόδοση των φόρων η την  εξοικονόμηση δαπάνης, θα έπρεπε λογικά να χρησιμοποιηται με δυο κριτήρια : (1) τη μειωση της υπέρμετρης φορολογίας που καθηλώνει την ανάπτυξη, και/η (2) την ενίσχυση της δαπάνης στους τομείς όπου είναι ελλειμματική και που είναι μακροχρόνια κρίσιμοι για την ανάπτυξη και την άμβλυνση των ανισοτήτων.

Ας επικεντρωθούμε στις δαπάνες καθώς η κυβέρνηση έχει απώτερο στόχο τη μειωση της φορολογίας μέσω των μεταρρυθμίσεων που προωθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για την λειτουργική κατανομή των δημοσίων δαπανών το 2017, σε τρεις τομείς εμφανίζεται έλλειμα. Πρώτα στην υγεία, όπου το δημόσιο δαπανά 5,2% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στη ΕΕ είναι 7%. Δεύτερο, στην παιδεία, όπου η δαπάνη ανέρχεται στο 3,9% του ΑΕΠ, έναντι 4,6% στην ΕΕ. Τρίτο στο δίκτυο  κοινωνικής προστασίας (περικλείει την προστασία απο ασθένεια, αναπηρία, ανεργία, κοινωνικό αποκλεισμό και τα οικογενειακά επιδόματα) όπου οι δαπάνες ανερχονται σε 3,5% του ΑΕΠ έναντι 7,4% στην ΕΕ.

Το συμπληρωματικο κοινωνικό μέρισμα που χορήγησε η κυβερνηση δεν είναι υπερβολικό, ομως προστιθέμενο στο μέρισμα που είχε χορηγήσει προεκλογικά η προηγούμενη κυβέρνηση, αυξάνει τις παροχές απο το υπερπλεονασμα για το 2019 στο 0,5% του ΑΕΠ. Θα μπορούσε να υποτεθεί οτι το κοινωνικό μέρισμα που καθιερώθηκε απο το 2014 και μετά καλύπτει το έλλειμα των δαπανών κοινωνικής προστασίας. Αυτό ισχύει μερικώς για τα επιδόματα στα χαμηλά εισοδήματα, αλλα όχι για την 13η σύνταξη που θεσμοθέτησε προεκλογικά η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο λογος είναι οτι οι δαπάνες συντάξεων και χηρείας είναι υπερδιογκωμένες στην Ελλάδα, αφού αντιστοιχούν σε 15,9% του ΑΕΠ έναντι 11,4% στην ΕΕ. Είναι ακομα ασαφές αν η 13η σύνταξη θα διατηρηθεί απο την κυβέρνηση στο μέλλον, δεδομένου οτι είχε ψηφίσει το μέτρο ως αξιωματική αντιπολίτευση προεκλογικά. Ο συγκυριακός και επιδοματικος τρόπος με τον οποίο παρέχεται το κοινωνικό μέρισμα στα χαμηλά εισοδήματα δεν εγγυάται την μονιμη μειωση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Για να είναι αποτελεσματική, η ενίσχυση της δαπάνης για το δίκτυο κοινωνικής προστασίας πρεπει να είναι βιώσιμη και στοχευμένη σε δράσεις που περιορίζουν μόνιμα την φτώχεια.

Σε οτι αφορά τις προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προτεραιότητα θα δοθεί στους τομείς της παιδείας, υγείας, κοινωνικής πρόνοιας και ασφαλείας. Πάλι μπορει να υποθέσει κανείς οτι αυτές οι προσλήψεις καλύπτουν μέρος του ελλείμματος δαπανών στους τομείς αυτούς. Αυτό πάντως δεν ισχύει για τις δαπάνες δημόσιας τάξης και ασφαλείας που ξεπερνούν τον μέσο όρο της ΕΕ (2,1% του ΑΕΠ έναντι 1,7% στην ΕΕ). Ταυτόχρονα, η ελλειματική δημόσια δαπάνη σε ορισμένους τομείς συνοδεύεται απο υπερδιογκομενες δαπάνες μισθοδοσίας, που ανηλθαν συνολικά το 2017 στο 11,9% του ΑΕΠ έναντι 9,9% κατα μέσο όρο στην ΕΕ.

Για παράδειγμα, παρά το έλλειμα δαπάνης στην παιδεία, η σχεση μαθητών / διδασκόντων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι απο τις χαμηλότερες στην Ευρώπη: 9,5 έναντι 14,7 κατα μέσο όρο στην ΕΕ (στοιχεία Eurostat 2017). Το ίδιο ισχύει στο λύκειο όπου η σχεση μαθητών / διδασκόντων είναι 9, έναντι 12 κατα μέσο όρο στην ΕΕ. Δεν προκύπτει συνεπώς έλλειψη προσωπικού στην εκπαίδευση συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρόλα αυτά οι επιδόσεις της Ελλαδος στην παιδεία συνεχίζουν να είναι χαμηλές όπως καταδεικνύουν οι έρευνες του Ο.Ο.Σ.Α. Στην τελευταία διεθνή εκπαιδευτική έρευνα PISA για το 2018 οι μαθητές στα ελληνικά σχολεία κατατάχθηκαν κάτω απο τον μέσο όρο των 78 συμμετεχόντων χωρών στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Είναι συνεπώς αναγκαίο να αναλυθούν με προσοχή οι αδυναμίες που οδηγούν σε χαμηλές επιδόσεις στην εκπαίδευση και να προωθηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, πριν ληφθούν αποφάσεις για προσλήψεις επιπλέον προσωπικού.

Στον τομέα της δημόσιας υγείας, αντίθετα, εμφανίζεται έλλειμα προσωπικού. Παρα το οτι η αναλογία γιατρών στην Ελλάδα ήταν 607 ανα 100000 κατοίκους το 2017, που είναι η υψηλότερη στην ΕΕ, μόνο το 36% απασχολούνται σε νοσοκομεία ενώ ο μέσος όρος είναι άνω του 50% στην ΕΕ. Ταυτόχρονα ομως με συμπληρωματικές προσλήψεις, είναι απαραίτητη η ανάλυση των αδυναμιών στο σύστημα υγείας ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα των δαπανών. Επίσης θα πρέπει να εξετάζεται πλήρως η δυνατότητα συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για οικονομικότερη κάλυψη των αναγκών, όπως για παράδειγμα στα προγράμματα βοήθειας στο σπίτι που εμφανίζουν ελλείμματα προσωπικού.

Συνοψίζοντας, το ζητούμενο δεν είναι απλά η αναπλήρωση των αποχωρήσεων απο το δημόσιο με στόχευση τους τομείς όπου η δαπάνη είναι ελλειματική. Το ζητούμενο είναι η βελτίωση της αποδοτικότητας της δαπάνης σαν προτεραιότητα πριν απο κάθε απόφαση για συμπληρωματικές προσλήψεις και περαιτέρω διόγκωση της μισθοδοσίας στο δημόσιο. Πιο αποδοτική δαπάνη είναι μοχλός ανάπτυξης και ταυτόχρονα άμβλυνσης των ανισοτήτων, καθώς η υψηλής ποιότητας δημόσια παιδεία, υγεία και πρόνοια είναι προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων.

*Ο κ. Βαρουδάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβουργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α.