Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται συνεχώς μετά το 2010, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί και στην απογραφή. Πιθανότατα, όταν μετρηθούμε θα βρεθούμε στα τέλη του 2021 κατά 450.000-500.000 λιγότεροι από τον Μάιο του 2011, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση των καθηγητών Βασίλη Παππά και Βύρωνα Κοτζαμάνη.
Καθώς δεν υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι θα αντιστραφεί το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, που είναι αρνητικό τα τελευταία εννιά χρόνια, αυτό που θα επηρεάσει τις όποιες μεταβολές είναι η προθυμία εγκατάστασης ή επιστροφής στον τόπο, όπου πολλά κάνουν κρότο ή τουλάχιστον να μη φύγουν κι άλλοι. Μη φανταστείτε, όμως, ότι θα πληθύνουμε πάλι. Σύμφωνα με τον Κοτζαμάνη, ακόμη και αν είναι ίσα βάρκα ίσα νερά είσοδοι – έξοδοι, έπειτα από 20 χρόνια θα είμαστε σχεδόν κατά ένα εκατομμύριο λιγότεροι από ό,τι σήμερα.
Εδώ δεν ισχύει το «λίγοι και καλοί» σε έναν κόσμο, που δεν είναι θάλασσα γυαλί. «Το να επιτευχθεί ισχυρή οικονομική ανάπτυξη σε μια χώρα με μειούμενο πληθυσμό είναι κάτι σχεδόν αδύνατο ή όπως το έθεσε η Κομισιόν το 2005: “Ποτέ στην ιστορία δεν έχει υπάρξει ανάπτυξη χωρίς αύξηση του πληθυσμού”. Με βάση τα στοιχεία 200 χωρών από το 1960, υπάρχουν 698 περιπτώσεις, στις οποίες τα δεδομένα τόσο για την αύξηση του πληθυσμού όσο και για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι διαθέσιμα για μια ολόκληρη δεκαετία. Στις 38 απ’ αυτές, όπου ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία συρρικνωνόταν επί μία δεκαετία, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν μόνο 1,5%. Μόλις τρεις χώρες με μειούμενο πληθυσμό κατάφεραν ανάπτυξη πάνω από 6%. Η Πορτογαλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 καθώς και η Γεωργία και η Λευκορωσία την περίοδο 2000-2010» (Ρουσίρ Σάρμα, «Πώς πετυχαίνουν τα έθνη», διαΝΕΟσις, 2019).
Σύμφωνοι, η αύξηση του πληθυσμού δεν οδηγεί αυτομάτως σε ανάπτυξη -αν ήταν έτσι, ο αραβικός κόσμος θα πετούσε-, όμως η καρτερική στάση θα μας ξεπεράσει. Εκτός, αν η αδράνεια παρηγορεί. «Έχουμε αυτό από το οποίο παραιτούμαστε, γιατί το διατηρούμε ακέραιο, καθώς το ονειρευόμαστε»…