Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Στον γκροτέσκο κόσμο του Γκόγκολ, όπου διακωμωδεί το κοινωνικό στάτους της τσαρικής γραφειοκρατίας, ένας δημόσιος υπάλληλος μια μέρα χάνει, ξαφνικά, τη μύτη του. «Ξύπνησε πολύ νωρίς… Τεντώθηκε και αναζήτησε το μικρό καθρέφτη… Ήθελε να ρίξει μια ματιά πάνω στο σπυρί που είχε εμφανιστεί στη μύτη του την προηγούμενη νύχτα. Αλλά, προς τεράστια φρίκη κι έκπληξη, είδε ότι εκεί που θα έπρεπε να είναι η μύτη του ήταν μια επίπεδη επιφάνεια!… Ήταν γεγονός, δεν υπήρχε καθόλου μύτη! Τσιμπήθηκε για να σιγουρευτεί ότι δεν κοιμόταν. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και ταρακούνησε τον εαυτό του. Δεν υπήρχε πια μύτη!…» και από τη στιγμή εκείνη ξεκινά μια τρομερή και κωμική ταυτόχρονα προσπάθεια να βρεθεί και να τοποθετηθεί ξανά στη θέση της, ώστε ο δυστυχής να ξαναγίνει ένας φυσιολογικός άνθρωπος.
Φυσιολογικοί θέλουμε να γίνουμε κι εμείς, να ξεχάσουμε ότι έχουμε μύτη, που στην πανδημία έχει αποκτήσει δική της ζωή, με τους διαγνωστικούς ελέγχους ή την απώλεια όσφρησης-ένα από τα συμπτώματα νόσησης.
Από τη χαμένη «Μύτη» του Γκόγκολ, στις πανταχού παρούσες πανδημικές μύτες, η πραγματικότητα μπλέκεται με το παράλογο. Τρέλα, μόνο που στις μέρες μας δεν προκαλεί γέλια.
«Και μόνο τώρα, όταν αναλογιζόμαστε ολόκληρη την ιστορία, βλέπουμε ότι περιέχει πολλά που είναι εξαιρετικά απίθανα… Όχι, δεν το καταλαβαίνω αυτό, ούτε μια στάλα!».
Ούτε εμείς, που δεν είμαστε και συγγραφείς. «Είμαι υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι το βρίσκω εντελώς ακατανόητο, ακριβώς… όχι, απλώς δεν καταλαβαίνω. Κατά πρώτο λόγο, αυτό δεν ωφελεί απολύτως καθόλου το έθνος, κατά δεύτερο λόγο… όχι, και κατά δεύτερο λόγο δεν υπάρχει κανένα όφελος. Απλώς δεν ξέρω τι σημαίνει… Παρ’ όλα αυτά, όμως, αν πάρουμε υπόψη μας όλα τα πράγματα, μπορούμε να παραδεχτούμε το ένα ή το άλλο πράγμα και το παράδοξο εδώ ή εκεί και ίσως ακόμα… εννοώ ότι παράξενα πράγματα συμβαίνουν όλη την ώρα, έτσι δεν είναι; Και πρέπει να παραδεχτείτε, όταν το αναλογιστείτε, υπάρχει κάτι σ’ όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Ό,τι κι αν πείτε, τέτοια πράγματα συμβαίνουν, σπανίως ίσως, αλλά συμβαίνουν».