Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Όσο προχωρούν οι διαδικασίες οριστικοποίησης του δημοσιονομικού σχεδιασμού για τη μετά-τα-μνημόνια πορεία της Ελλάδας, τόσο γίνεται εμφανές πως η χώρα και άνθρωποί της -εν προκειμένω η πολιτική τάξη της, αλλά και όσοι κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν παρακολουθούμε και αναλύουμε- χρειάζεται να ξαναμάθουν σε νέα βάση τη λειτουργία των πραγμάτων. Σαν φροντιστήριο για τη νέα φάση επιχείρησε τις τελευταίες μέρες να λειτουργήσει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, «διδάσκοντας» τα εν πολλοίς αυτονόητα, πλην τόσο δύσκολα να περάσουν στη δημόσια συζήτηση…
Έτσι, με τον στόχο δημοσιονομικού πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ να έχει πιαστεί ήδη μέχρι τον φετινό Οκτώβριο, συνεπώς με το υπερπλεόνασμα του 4,5% που έχει αναφερθεί να μην αποκλείεται για το σύνολο του 2018 (και να δικαιολογεί -δημοσιονομικά, πάντα- τους χειρισμούς στις συντάξεις και τα μέτρα κοινωνικών «παροχών»), ο Φρ. Κουτεντάκης έδειξε προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα: Αφενός πήγε να συμμαζέψει τις προσδοκίες, λέγοντας ότι «δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για επιπλέον παροχές». Και αφετέρου, αφού θεώρησε αυτονόητη τη συμμόρφωση του Δημοσίου προς τις αποφάσεις του ΣτΕ για τα αναδρομικά από μνημονιακές περικοπές που ακυρώνονται (αλλά και προς την πλημμυρίδα αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων), κατέγραψε το «πολύ μεγάλο δημοσιονομικό ρίσκο» που προκύπτει. Μάλιστα, με το γαλήνιο ύφος που τον έχουμε συνηθίσει, ολοκλήρωσε τη διαπίστωση λέγοντας ότι πρόκειται «για ένα ρίσκο που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει με τις αβεβαιότητες που παραμένουν», εξηγώντας ότι αυτό «δεν είναι καθόλου καλό σήμα προς τις αγορές».
Στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, τώρα, όπου οι ανησυχίες για την Ιταλία αλλά και οι μεταρρυθμιστικοί σχεδιασμοί για την Ευρωζώνη συνολικά είχαν «εκτοπίσει» εντελώς την Ελλάδα από την ημερήσια διάταξη (πλην όμως όχι και από το παρασκήνιο), οι Ευρωπαίοι έδειξαν για μιαν ακόμη φορά την προσπάθεια να σπρωχτεί η χώρα «που απασχόλησε η κρίση της περισσότερο από κάθε άλλη την Κορυφή της Ε.Ε. τα τελευταία – δυσάρεστα πολλά- χρόνια» έξω από τα φώτα του προσκηνίου.
Και μπορεί ο (αρμόδιος για τα Οικονομικά) επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί -«συνήθης ύποπτος» φιλελληνικών θέσεων όλα αυτά τα χρόνια- να προέτρεξε, προϊδεάζοντας ότι και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (στα πλαίσια της enhanced surveillance/της ενισχυμένης επιτήρησης) «δεν θα έχει κάποια άσχημη έκπληξη», αλλά και ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, αφού σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν είναι μεταξύ των χωρών που έχουν λάβει επιστολή (προειδοποίησης) σχετικά με τον προϋπολογισμό της, κατέθεσε την άποψη ότι η χώρα «έχει την εμπιστοσύνη των θεσμών για την τήρηση των δεσμεύσεών της τα επόμενα χρόνια» (αυτό είναι το εξώκοσμο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ σε ορίζοντα 2022…) «και για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων» (ενώ ο Σεντένο έκανε αναφορά στο ότι η χώρα θα καταστεί έτσι success story, μη συνειδητοποιώντας πόσο ο όρος δυσλειτουργεί).
Αλλά και πάλι, η πιο σημαντική τοποθέτηση ανήκε στον Μοσκοβισί, ο οποίος αναφέρθηκε στην «εξαιρετικά θετική» συνεργασία με τις ελληνικές αρχές. Επαναφέροντας στη μνήμη και την πρόσφατη τοποθέτηση του Γερμανού ΥΠΟΙΚ Όλαφ Σολτς. Εκείνος, θυμίζουμε, είχε θεωρήσει «λογικό και σοφό» το πώς κινήθηκε η ελληνική κυβέρνηση στο θέμα των συντάξεων, με την επίτευξη πλεονάσματος μεγαλύτερου από το συμφωνημένο, αλλά και με τη «συντεταγμένη διαδικασία διαλόγου με την Επιτροπή». (Από τις αναφορές αυτές έλειψε το μέτωπο της επιστροφής κερδών από ANFAs και SMPs, πάντως).
Βέβαια, η κατακλείδα ανήκει αλλού: Ο καθένας μπορεί να διαβάσει με τον τρόπο που επιλέγει τις τοποθετήσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ -του δεξιόστροφου υποψηφίου της Ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας για την καμπάνια των Ευρωεκλογών του Μαΐου 2018 και για τη διαδοχή του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ- σχετικά με την Ελλάδα και τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο πυρήνας τους όμως είναι η ακόλουθη ατάκα: «Έζησε [ο Αλέξης Τσίπρας, τον οποίο κάποτε είχε θεωρήσει ο Βέμπερ απειλή για την Ευρώπη, “ως κομμουνιστή”] πολλές μεταστροφές στην κυβερνητική του θητεία, αλλά τελικά κατέληξε ένας αξιόπιστος εταίρος. Και αυτό πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα, ότι στο τέλος εφάρμοσε και υλοποίησε το πρόγραμμα».
Τίποτε το άγνωστο ή καινούργιο σε όλα αυτά, φίλε αναγνώστη. Όμως το τελικό ερώτημα που μένει είναι ένα: Αρκούν/θα αρκέσουν για να επανέλθει -και να εμπεδωθεί- η εμπιστοσύνη στην οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας;