Από την έντυπη έκδοση
Μετά από δύο βδομάδες εντατικής διπλωματικής κινητοποίησης ανά τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες -άλλες στιγμές με το ύφος και τη λογική Γιάνη Βαρουφάκη, άλλες με προσέγγιση Αλέξη Τσίπρα-, έπειτα και από μια πλημμυρίδα «επιστροφής» θέσεων από Ευρωπαίους ηγέτες -οι περισσότερες διστακτικές, ορισμένες (γερμανικές) ευθέως αρνητικές, κάποιες (Αυστριακός καγκελάριος Φάιμαν, Γάλλος ΥΠΟΙΚ Μισέλ Σαπεν, Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ σε κάποιες στροφές) εποικοδομητικές-, φτάσαμε στη διαδικασία – σάντουιτς ενώπιον των ευρωπαϊκών θεσμών. Ατυπο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου, Σύνοδος Κορυφής της 12ης, Eurogroup της 16ης…
Μέσα σ’ αυτή την πλημμυρίδα επαφών και τοποθετήσεων, διεφάνη η δέσμη των ελληνικών προτάσεων/αιτημάτων πέρα από το νεφέλωμα «give us time and give us space»: στο βάθος το ζήτημα του χρέους (με τα swaps της Lazard ανά χείρας), στο άμεσο αύριο η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ενδιάμεσα το «πρόγραμμα-γέφυρα» με αποδοχή (ίσως, κάπως) του διαβόητου 60%-70% του μνημονίου, αλλά και με μια επιπρόσθετη ντουζίνα μεταρρυθμίσεων «νέας λογικής ΟΟΣΑ», συν δέσμευση της Ελλάδας για τήρηση της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα – όχι όμως του 3% ή του 4,5% του ΑΕΠ, αλλά σ’ ένα προσγειωμένο 1%-1,5%.
Αν καλά καταλαβαίνουμε, ο πυρήνας της επανατοποθέτησης των ελληνικών θέσεων έγκειται στο ότι η δαιμονοποίηση «του μνημονίου» αντικαθίσταται με το περιεχόμενο μεταρρυθμίσεων μιας «συμφωνίας-γέφυρα», στο ότι ο ξορκισμός της τρόικας δίνει τη θέση του σε one-to-one σχέσεις με τους «θεσμικούς συνομιλητές» της Ελλάδας (μεταξύ των οποίων και το επικατάρατο ΔΝΤ) και στο ότι το ελληνικό πρόγραμμα-πρόταση, με στοιχεία δημοσιονομικής κοστολόγησης επαληθεύσιμα αλλά και με μεταρρυθμιστική διάσταση ανοιχτή για συζήτηση με τους «εταίρους» της Ελλάδας, βρίσκεται, αν όχι φρεσκοψημένο στο τραπέζι, πάντως στον φούρνο και ψήνεται!
Εν τω μεταξύ, όμως, και επειδή όλοι μεν συμφωνούν ότι τα πάντα θα κριθούν από την επανεκκίνηση της ανάπτυξης -ανάπτυξη δε χωρίς επενδύσεις δεν είναι παρά φλυαρία: κάπου 10 δισ. τον χρόνο, σε νέες επενδύσεις, απαιτούνται τα επόμενα χρόνια σύμφωνα με τον Νίκο Βέττα του ΙΟΒΕ!- είναι να διερωτάται κανείς μήπως θα ‘πρεπε επιτέλους να ζητηθεί από «τις Βρυξέλλες» κάτι το πιο ριζοσπαστικό στο μέτωπο των διαρθρωτικών κονδυλίων. Τι εννοούμε; Να ξεπεραστεί η υποκρισία όσον αφορά τη διάθεση των διαβόητων πόρων ΕΣΠΑ.
Δηλαδή; Δηλαδή με ειδική ρύθμιση (μια μικρή ad hoc τροποποίηση των κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων) να αποφασιστεί ότι από τα περίπου 20 δισ. ευρώ «οφειλόμενα» στην Ελλάδα από πόρους του ΣΕΣ (=ΕΣΠΑ νέας εποχής) 2014-2021, ένα μεγάλο τμήμα τους -ας πούμε 10 δισ. ευρώ- θα δαπανηθεί εντός των ετών 2015 και 2016, με «συνοπτικές» όμως -άρα και γρήγορες- διαδικασίες, εκτός Επιχειρησιακών Προγραμμάτων κ.λπ. Και να δοθεί απευθείας σε έτοιμα μεγάλα έργα (παράδειγμα τα «100 έργα Δραγασάκη»), καθώς και σε εκκρεμούσες επενδυτικές προτάσεις του αναπτυξιακού νόμου που μένουν παγωμένες ελλείψει πόρων (εκτιμάται ότι αυτές ανέρχονται σε σχεδόν 4 δισ. ευρώ).
Μαντεύουμε την ερώτηση: «Μα, πρόκειται ποτέ οι Βρυξέλλες να δεχτούν τροποποίηση των διαρθρωτικών ταμείων μόνο και μόνο για την Ελλάδα;». Λοιπόν: μια τέτοια παρέμβαση θα ήταν από θεσμική άποψη πολύ μικρή, σε σύγκριση τουλάχιστον με τις διεκδικούμενες τις ημέρες αυτές ανατροπές (κατάργηση μνημονίου και τρόικας κ.ο.κ.), και ως εκ τούτου πολύ πιο «εύπεπτη» από τους δανειστές μας.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν πρόκειται για κάποια πρόσθετη παροχή, που θα επιβαρύνει τον Ευρωπαίο φορολογούμενο, αλλά για ποσά ήδη οφειλόμενα/«earmarked» για την Ελλάδα, που απλώς θα δοθούν νωρίτερα και εντελώς συγκεκριμένα. Θα γινόταν δε ακόμη πιο «εύπεπτη» η πρόταση εάν επεκτεινόταν και σε άλλα κράτη-μέλη «κρίσης», όπως Πορτογαλία και Ιρλανδία στο πλαίσιο μιας συνολικής ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για μονιμότερη υπέρβαση των επιπτώσεων της κρίσης.
Εννοείται ότι η πρόταση αυτή επ’ ουδενί θα πρέπει να συζητηθεί με την αρμόδια (και εκ των προτέρων σίγουρα γραφειοκρατικά αντίθετη) Γενική Διεύθυνση Regio της Επιτροπής. Αντίθετα, πρέπει να ενταχθεί στο συνολικό πακέτο διαπραγμάτευσης.
Μπορεί να ακούγεται κοινοτικά ανορθόδοξη η προσέγγιση, πλην όμως η κρισιμότητα της κατάστασης τη δικαιολογεί: το κοινοτικό παρελθόν είναι γεμάτο από τέτοιες «ανορθόδοξες» κινήσεις. Δεν χρειάζεται δε ιδιαίτερη φαντασία για να δει κανείς τις άμεσες επιπτώσεις στην επιδιωκόμενη «επανεκκίνηση της οικονομίας».
Α.Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ – [email protected]