Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2016, η εφημερίδα «San Diego Tribune» έγραψε ιστορία. Για πρώτη φορά στα 148 χρόνια από την ίδρυσή της τάχθηκε στο πλευρό των Δημοκρατικών και υπέρ της Κλίντον. Πρώτη φορά σε 143 χρόνια και για την «Detroit News». Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν καθόλου δημοφιλής στον αμερικανικό Τύπο.
Από τις 100 εφημερίδες με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία, μόλις δύο τον υποστήριξαν, ενώ κάποιες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν στα πρωτοσέλιδα άρθρα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων. Η «Washington Times» τον είχε αποκηρύξει ως… ελαττωματικό, εστιάζοντας στη «χυδαιότητα και τους άξεστους τρόπους του».
Σε αυτές τις εκλογές, όμως, φαίνεται πως τα παραδοσιακά ΜΜΕ και ο πραγματικός κόσμος δεν είχαν καμία σχέση με τον κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για ορισμένους αναλυτές, τα social media ήταν οι πραγματικοί «νικητές» αυτής της ιστορικής αναμέτρησης που ανέδειξε τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ.
Ο ίδιος ο Τραμπ απέδωσε τον θρίαμβό του στη χρήση των social media, τονίζοντας ότι του προσέφεραν έναν τρόπο «αντεπίθεσης». «Το γεγονός ότι έχω τόσους followers σε Facebook, Twitter, Instagram, νομίζω ότι με βοήθησε να κερδίσω όλους αυτούς τους αγώνες… με βοήθησε να νικήσω» δήλωσε σε συνέντευξή του, χαρακτηρίζοντας τα social media ως «λαμπρή μορφή επικοινωνίας» και υπερηφανευόμενος για τους 20 εκατ. followers, που συνεχώς αυξάνονται.
Την ημέρα των αποτελεσμάτων και ειδικά τις ώρες που φάνηκε ότι επικρατεί ο Τραμπ έναντι της Κλίντον, περισσότερα από 75 εκατ. «τιτιβίσματα» σχετικά με τις εκλογές άρχισαν να «βομβαρδίζουν» το Twitter, ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ των εκλογών του 2012, με περισσότερα από 31 εκατ. tweets. Ανάλογη ήταν και η «φρενίτιδα» στο Facebook, με τους σχεδόν 1,8 δισ. χρήστες: 716,3 εκατ. likes, αναρτήσεις, σχόλια και shares, καθώς και πάνω από 600 εκατ. βίντεο σχετικά με τις εκλογές.
Σε αυτές τις εκλογές, τα social media είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Έδωσαν ίσες ευκαιρίες σε όλους, ακόμη και στους «ντροπαλούς» και «ξεχασμένους», να εκφράσουν ελεύθερα τις σκέψεις τους, τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες, φοβίες. Και σε αυτές τις ανταλλαγές απόψεων, η ήδη διχασμένη κοινή γνώμη της Αμερικής έβαλε ακόμη πιο βαθιές διαχωριστικές γραμμές. «Ζω μάλλον σε έναν ξεχωριστό κόσμο. Γνωρίζω μόνο ένα πρόσωπο που είχε ψηφίσει τον Νίξον» είχε γράψει η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Καέλ, σχολιάζοντας την εκλογική νίκη του Ρίτσαρντ Νίξον το 1972. Στην εποχή της, η άγνοια είναι κατανοητή. Σήμερα, όμως, όλα είναι διαφορετικά. Και η άγνοια στοιχίζει πολύ ακριβά.