Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Διαμαρτυρίες μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών, ο καθένας με τα δικά του αιτήματα, πανό, συνθήματα στους τοίχους και εισβολή στο γραφείο του Υπουργού Παιδείας είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Ανάμεσα στα αιτήματα ήταν να καταργηθεί και ο νόμος για το Νέο Λύκειο που προτίθεται να ψηφίσει η κυβέρνηση. Μεταξύ των αιτημάτων, η αποσύνδεση του Λυκείου από τις εισαγωγικές εξετάσεις, η μείωση των εξετάσεων κ.ά.
Τι γίνεται στο Λύκειο; Πράγματι εξοντώνει όπως καταγγέλλουν οι διαμαρτυρόμενοι; Το Υπουργείο Παιδείας μείωσε τον αριθμό των γραπτώς εξεταζομένων μαθημάτων τον Ιούνιο σε 8 στην Α Λυκείου, 6 στη Β Λυκείου και 4 στη Γ Λυκείου, από περίπου 15 εξεταζόμενα σε κάθε τάξη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον ξεσηκωμό των επιστημονικών ενώσεων γιατί όσοι μπαίνουν σε τάξη γνωρίζουν ότι χωρίς το φόβο των εξετάσεων στο τέλος η πλειοψηφία των μαθητών δεν θα διαβάσουν.
Πόσο εύκολο ήταν μέχρι τώρα να τελειώσει ένας μαθητής το Λύκειο; Πράγματι εξοντώνει η προσπάθεια, όπως διαμαρτύρονται κάποιοι μαθητές; Ας δούμε τους αριθμούς: Περίπου ένας στους δέκα μαθητές εγκαταλείπουν το Λύκειο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ήταν και ο στόχος που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το 2020. Στον πίνακα 1 βλέπουμε ότι στην Ελλάδα της κρίσης η εγκατάλειψη του σχολείου μειώθηκε από το 14,4% που ήταν το 2008 στο μόλις 6% το 2017, που ήταν η 7η καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη. Υπάρχει, δηλαδή, ένας δείκτης, ένας στόχος στον οποίο διαπρέπουμε, αντίθετα από αυτό που έχουμε συνηθίσει, να είμαστε ουραγοί στην Ε.Ε. Αν συγκρίνουμε τις επιδόσεις μας με το 18,3% της Ισπανίας, το 14% της Ιταλίας και το 12,6% της Πορτογαλίας είμαστε πρωταθλητές του Νότου. Είμαστε καλύτεροι ακόμη και από τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Απίστευτο.
Θα αναρωτιέστε πως τα καταφέραμε τόσο καλά σ’ αυτό το δείκτη ενώ αποτυγχάνουμε σε όλους τους άλλους. Μα είναι απλό: Για να τελειώσει ένας μαθητής το Λύκειο το ελάχιστο που χρειάζεται είναι η παρουσία του. Η μόνη προϋπόθεση για πάρει απολυτήριο Λυκείου είναι να έχει λιγότερες από 114 απουσίες στη διάρκεια της χρονιάς. Κατά τα άλλα μπορεί να… παρκάρει τα βιβλία του μόνιμα κάτω από το θρανίο, αφού δεν του χρειάζονται στο σπίτι. Οι καθηγητές θα σκεφτούν ότι αφού έφτασε αγράμματος μέχρι τη Γ Λυκείου βάλτου ένα 10 να περάσει γιατί δεν έχει νόημα η ταλαιπωρία.
Όσο απίστευτο και αν φαίνεται τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Για ρωτήστε τα παιδιά σας αγαπητοί γονείς έχουν δει ποτέ μετεξεταστέο στο Λύκειο; Μετεξεταστέο έχουμε να δούμε από την εποχή της τράπεζας θεμάτων, το 2014 δηλαδή. Κανείς, λοιπόν, δεν εγκαταλείπει το Λύκειο γιατί όλοι περνούν καλά και στο τέλος με τη φυσική τους παρουσία και μόνο παίρνουν και ένα πιστοποιητικό σπουδών, το Απολυτήριο Λυκείου. Φυσικά το πρόβλημα ξεκινάει πολύ νωρίτερα. Απλά στο Λύκειο μετράμε τα αποτελέσματα της πορείας όλων των προηγούμενων χρόνων.
Προσέξτε, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις, δεν μιλάω για τα παιδιά που διαβάζουν προσπαθούν και μαθαίνουν γιατί έχουν υψηλούς στόχους. Αυτά τα παιδιά πράγματι προσπαθούν σκληρά και είναι αυτά τα παιδιά που αργότερα θα διαπρέψουν στο εξωτερικό και θα μας κάνουν εθνικά υπερήφανους. Μιλάω για τα παιδιά που βρίσκονται στην άλλη άκρη της βαθμολογίας, στα χαμηλά. Αυτά τα παιδιά που παίρνουν το απολυτήριο λυκείου καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Το ερώτημα είναι τι ξέρουν αυτά τα παιδιά και τι πιστοποιεί το απολυτήριοι λυκείου που αποκτούν.
Οι γνώσεις των μαθητών που φοιτούν στην Α Λυκείου μετρούνται με το διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ. Ο διαγωνισμός αυτός έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις στην Ελλάδα, αλλά όσοι αμφιβάλουν για τα αποτελέσματά του μπορούν να κοιτάξουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων εξετάσεων, που διενεργούνται μετά το τέλος του Λυκείου. Και στους δύο διαγωνισμούς τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Στον διαγωνισμό PISA βρισκόμαστε κάτω από το μέσο όρο, όπως βλέπουμε στον πίνακα 2, με τις επιδόσεις μας να χειροτερεύουν σε κάθε διαγωνισμό. Όσο για τη μέτρηση μετά το τέλος της φοίτησης στο Λύκειο τα αποτελέσματα είναι εξίσου απογοητευτικά: Το ποσοστό των υποψηφίων που γράφουν κάτω από τη βάση φτάνει μέχρι το 83,5%, έχοντας μέσο όρο το 40%.