Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Οι μετεγγραφές είναι μια ακόμη ελληνική πατέντα. Το κράτος μας ανέπτυξε την τριτοβάθμια εκπαίδευση χωρίς να φροντίσει για τις απαραίτητες υποδομές, που θα υποστηρίξουν τη φοίτηση των οικονομικά ασθενέστερων. Έτσι φοιτητικές εστίες υπάρχουν, αλλά για πολύ λίγους φοιτητές και πολλές φορές σε πολύ κακή κατάσταση, λόγω έλλειψης στοιχειώδους συντήρησης. Όσοι δεν έχουν τα απαιτούμενα χρήματα για να σπουδάσουν σε άλλη πόλη δεν μπορούν να εξασφαλίσουν θέση σε κάποια εστία πληρώνοντας ένα πολύ χαμηλό αντίτιμο.
Κάποιοι δεν έχουν άλλη επιλογή, παρά να πληρώσουν αδρά για να σπουδάσει το παιδί. Αν κάποιος μένει στην Καστοριά, για παράδειγμα, και είναι υποψήφιος στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες γνωρίζει ότι θα σπουδάσει μόνο αν έχουν χρήματα οι γονείς του να τον συντηρήσουν. Αν όμως μένει σε μία πόλη που έχει την αντίστοιχη σχολή πιέζει για να φοιτήσει το παιδί του στην πόλη διαμονής της οικογένειας. Έτσι επινοήθηκαν οι μετεγγραφές. Το κράτος δεν κάνει αυτό που οφείλει (να έχει ικανό αριθμό φοιτητικών εστιών σε πολύ χαμηλές τιμές) και «κλείνει το μάτι» στους γονείς, λέγοντάς τους ότι θα φέρει το παιδί τους να σπουδάσει στον τόπο κατοικίας της οικογένειας. Αυτό αποτελεί λύση για κάποιους και για κάποιους άλλους όχι.
Οι μετεγγραφές, εκτός από το ότι δεν λύνουν τα προβλήματα όλων των κατοίκων της χώρας μας, αφού δεν υπάρχουν σχολές για όλους στην πόλη τους, δημιουργούν και άλλα προβλήματα, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν φταίνε σε τίποτα. Ο μεγάλος αριθμός μετεγγραφών υπερφορτώνει τα κεντρικά Πανεπιστήμια, δημιουργώντας ποσοτικά και ποιοτικά προβλήματα. Όταν κάποια χρόνια οι μετεγγραφές ήταν πολύ εύκολες δημιουργούνταν το αδιαχώρητο στα Πανεπιστήμια, κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να εκπαιδευτούν οι φοιτητές. Έτσι όλοι οι φοιτητές ακόμα και οι φοιτητές που είχαν πετύχει κανονικά έχουν κακή εκπαίδευση. Έγινε μία προσπάθεια να μειωθεί ο αριθμός των μετεγγραφομένων φοιτητών και το 2011 και το 2015, αλλά προκύπτουν συνεχώς προβλήματα, με συνέπεια το σύστημα των μετεγγραφών να αλλάζει πολύ συχνά.
Το πρόβλημα είναι ότι από τη μία μεριά οι οικογένειες υποφέρουν οικονομικά για να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε άλλη πόλη, ειδικά μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης και τώρα την κρίση του κορονοϊού και από την άλλη οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που διαμαρτύρονται ότι τους φορτώνουν με πολλούς φοιτητές, που αδυνατούν να τους εκπαιδεύσουν σωστά, ενώ τους μειώνουν τη χρηματοδότηση. Η ισορροπία είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αφού ό,τι και να γίνει στο τέλος όλοι θα είναι δυσαρεστημένοι. Και οι γονείς και οι πανεπιστημιακοί.
Πέρυσι, με την κατάργηση των ΤΕΙ, παρατηρήθηκε πιο έντονα το φαινόμενο να έρχονται με μετεγγραφή σε κεντρικά ΑΕΙ με παραδοσιακά υψηλή βάση, φοιτητές που είχαν συγκεντρώσει ελάχιστα μόρια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία φοιτητών δύο ταχυτήτων, με τους χαμηλόβαθμους φοιτητές από μετεγγραφή να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών. Έτσι η κυβέρνηση αποφάσισε μία ακόμη αλλαγή στις μετεγγραφές, προσπαθώντας να βρει νέο σημείο ισορροπίας.
Η απόφαση ήταν για δραστικές περικοπές των μετεγγραφών. Έτσι θεσπίστηκε η βάση μετεγγραφής, που είναι η βάση του τμήματος προορισμού μείον 2750 μόρια. Αυτά είναι τα ελάχιστα μόρια που πρέπει να έχει ο φοιτητής που θέλει να πάρει μετεγγραφή σε ένα τμήμα. Εκτός αυτού άλλαξαν και οι αντιστοιχίες των τμημάτων, ορίζοντας τα τμήματα που ιδρύθηκαν το 2018 και το 2019 ως μη αντίστοιχα με τα παλαιότερα. Αποκλείεται έτσι η μετεγγραφή από τα νέα τμήματα προς τα παλαιά. Πρόκειται για ένα επιπλέον φρένο στις μετεγγραφές.
Δημιουργήθηκε, όμως, μία νέα δυνατότητα, στην προσπάθεια εξισορρόπησης της μείωσης του αριθμού των μετεγγραφών. Πρόκειται για τη μετακίνηση, που έχει τη λογική αν δεν πάρει κάποιος μετεγγραφή και είναι αδύνατη η φοίτησή του στο τμήμα που πέτυχε, να μπορεί να πάει σε ένα άλλο τμήμα, μη αντίστοιχο αλλά του ίδιου επιστημονικού πεδίου, αν έχουν περισσέψει θέσεις σ’ αυτό το τμήμα μετά τις μετεγγραφές. Προϋπόθεση να το έχει δηλώσει στο Μηχανογραφικό του δελτίο, αν υπάγεται στην κατηγορία των οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων, και να έχει πιάσει τη βάση του. Έτσι δίνεται η δυνατότητα να φοιτήσει σε άλλο τμήμα πιο χαμηλόβαθμο, αλλά στον τόπο κατοικίας του. Βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο να μείνουν κενές θέσεις από μετεγγραφές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ίσως αποτελέσει λύση για κάποιες οικογένειες με ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα.
Όλα αυτά έγιναν, όμως, βιαστικά, όπως γίνονται τα πάντα στην Ελλάδα. Η Υπουργική Απόφαση που ορίζει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας εκδόθηκε στις 19 Οκτωβρίου, πολύ μετά την κατάθεση των μηχανογραφικών δελτίων και αιφνιδίασε κάποιους υποψηφίους προς μετεγγραφή. Η διατύπωση ότι ο ένας αδελφός «δεν έχει υπερβεί τον ανώτατο χρόνο σπουδών, ο οποίος προβλέπεται για την απονομή του τίτλου σπουδών», που αναφέρει ο νόμος 4692 στις 12/6/2020, που είναι αδιευκρίνιστη, αφού δεν υπάρχει τέτοιος ορισμός και πολλοί κατάλαβαν ν+2 έτη σπουδών έγινε στην υπουργική απόφαση: «δεν έχουν υπερβεί τον κανονικό χρόνο φοίτησης ο οποίος προβλέπεται για την απονομή του τίτλου σπουδών του», που μπορεί και να σημαίνει ν έτη σπουδών. Αυτό αγχώνει πολύ κόσμο και ανατρέπει επιλογές που έγιναν σε προηγούμενο χρόνο και είναι άδικο. Είναι προφανές ότι ο νόμος υπερισχύει της υπουργικής απόφασης, αλλά πρέπει να διευκρινιστεί για να μην αναστατώνονται αδίκως οι άνθρωποι.
Ο νόμος για τις μετεγγραφές και οι απαραίτητες υπουργικές αποφάσεις πρέπει να έχουν εκδοθεί πριν τη συμπλήρωση των μηχανογραφικών δελτίων. Είναι στοιχειώδες να μην αιφνιδιάζουμε κανένα παιδί. Η αγωνία που έχουν, κυρίως οι γονείς για τις μετεγγραφές των παιδιών τους είναι πολύ μεγάλη γιατί το θέμα είναι πρωτίστως οικονομικό, αλλά για κάποιους και συναισθηματικό. Δυστυχώς είναι πολύ συχνό φαινόμενο να αιφνιδιάζει η διοίκηση τους πολίτες. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Δεν είναι η πρώτη φορά, που πρώτα καταθέτουν οι υποψήφιοι το μηχανογραφικό τους και μετά αλλάζει ο νόμος για τις μετεγγραφές, αλλά μυαλό δεν βάζουμε. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ως χώρα. Κάνουμε τα ίδια και τα ίδια λάθη.