Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ένα παράξενο μίγμα από θετικές εκτιμήσεις και πρωτοβουλίες και από αρνητικούς κραδασμούς κατορθώθηκε να στηθεί και πάλι στο προσκήνιο της υπερπολιτικοποιημένης δημόσιας συζήτησης. Πάμε πρώτα -έτσι για το καλό!- με τα θετικά, ή πάντως με εκείνα που είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς θετικά, χωρίς όμως να υπεραπλουστεύουμε. Οι χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2019-20 είναι θετικές, εκεί περίπου που τις είχαμε δει κι από το ΙΟΒΕ: χτίζοντας σε μια βάση εκτίμησης 2% για το 2018 που έφυγε, η Επιτροπή μιλάει για 2,2% τη χρονιά που τρέχει, λίγο περισσότερο -2,3%- για το 2020, αναθεωρώντας ανοδικά τις φθινοπωρινές της προβλέψεις. Χωρίς πολύν θόρυβο, στους αναμενόμενους θετικούς παράγοντες αυτής της πρόβλεψης -αύξηση στις εξαγωγές, σταθεροποίηση της κατανάλωσης- προστέθηκε και η μη περικοπή των συντάξεων από 1/1/2019. Αντίθετα, η στασιμότητα των επενδύσεων προβληματίζει (η σχετική ανάκαμψη στις κατοικίες δεν είναι παρά επαναφορά από ένα βαθύτατο πηγάδι, την αποεπένδυση των ετών της κρίσης).
Εκεί που χρειάζεται λίγο περισσότερη προσοχή, είναι μια διάσταση την οποία αρκετοί -σχολιάζοντας- βιάστηκαν κάπως να θεωρήσουν βάση επαίνου: η Ελλάδα καίτοι ευρισκόμενη κάπου στο μέσο της κατανομής των χωρών-μελών της Ε.Ε. από πλευράς (ελπιζόμενων) αναπτυξιακών επιδόσεων, πάντως σε επίπεδο μέσων όρων θα κινηθεί καλύτερα και από Ε.Ε. (1,5% για το 2019, 1,7% για το 2020) και από Ευρωζώνη (1,3% και 1,6% αντιστοίχως). Θετικό. Αν όμως το ξανασκεφτεί κανείς, αυτό «μεταφράζεται» κι αλλιώς: άμα οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της χώρας επιβραδύνουν -η Γερμανία πάει για μόλις 1,1% το 2019, η Ιταλία θα είναι σχεδόν στάσιμη κατά τις προβλέψεις της Επιτροπής, με 0,2%…- τότε η ασφάλεια των προβλέψεων για την ίδια είναι περιορισμένη.
Λογικά, στα θετικά θα ‘πρεπε να κατατάξει κανείς και την πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος να ξεκινήσει τη συζήτηση για πλήρη άρση των capital controls: ο Γιάννης Στουρνάρας κάλεσε τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών (οι οποίοι, θυμίζουμε, μόλις γύρισαν από συνάντησή τους με τις ρυθμιστικές αρχές, στη Φραγκφούρτη), ο υποδιοικητής της ΤτΕ Γιάννης Μουρμούρας εξέφραζε δημόσια σε συνέδριο την πεποίθηση ότι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων θα ανήκουν στο παρελθόν εντός του 2019. Αυτή η κινητικότητα θεωρήθηκε -εύλογα- στοιχείο στήριξης της διαφαινόμενης απόφασης να επιχειρηθεί η έκδοση, μέσα σ’ έναν μήνα από τώρα, του πολυαναμενόμενου 10ετούς ομολόγου εφόσον οι αγορές παραμείνουν σε σχετική σταθερότητα έως τότε και με πρόσθετη βάση τη βελτίωση των αξιολογήσεων (η Fitch δεν μας έδωσε μεν αναβάθμιση από το ΒΒ-, όμως είπε διάφορα καλά λόγια για την αξιοπιστία της διακυβέρνησης και την απόδοση της δημοσιονομικής προσπάθειας που καταβάλλεται). Η πορεία του 5ετούς που μόλις βγάλαμε δεν είναι άσχημη (η μνήμη του 7ετούς που σκόνταψε στα πρώτα του βήματα είναι παλιά υπόθεση).
Η στιγμή είναι κρίσιμη καθώς όποια μέθοδος αποκλιμάκωσης των «κόκκινων δανείων» κι αν προκριθεί -αυτή είναι η άλλη μεγάλη εκκρεμότητα αυτής της φάσης- στο μέτρο που θα περιλάβει εκτεταμένη χρήση τιτλοποίησης δανείων, θα χρειαστεί τη θετική αξιολόγηση/στήριξη των προϊόντων που θα εκδοθούν από τους ίδιους οίκους αξιολόγησης. Και μην αυταπατώμεθα: ό,τι τιτλοποιημένο προϊόν εκδοθεί από τράπεζες ή από ειδικευμένα funds θα φέρει ελληνικό ρίσκο… Πάντως, επειδή περάσαμε νωρίτερα από Fitch, ας έχουμε καταγράψει πως δίνει ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για φέτος, 2,2% για το 2020 – με αρκετά θετική πρόβλεψη για την κατανάλωση.
Ό,τι θετικό μόλις καταγράφηκε έχει, όμως, από δίπλα του διπλή επιφυλακτικότητα. Αφενός οι υπεύθυνοι των τραπεζών φάνηκαν πιο φοβισμένοι από τη βασική προσέγγιση της ΤτΕ για τα capital controls, με την επιφύλαξη ότι η σύμπτωση της άρσης τους με τις κινήσεις πιεστικού ξεκοκκινίσματος των ισολογισμών θα διατάρασσε τον σχεδιασμό των ίδιων των τραπεζών. Οι αναφορές των διοικήσεων στις αναταράξεις που μπορεί να φέρει η υπό εξέλιξη προεκλογική περίοδος μπορεί να ενόχλησαν στην κυβέρνηση, όμως εκείνο που κυρίως απασχολεί τους τραπεζίτες είναι η επίγνωση ότι οι καταθέσεις σημαντικών επιχειρήσεων και πολυεθνικών συνεχίζουν να τηρούνται overnight στο εξωτερικό – σημάδι νευρικότητας που δεν έχει απορροφηθεί.
Αφετέρου -και φθάνουμε έτσι στον πυρήνα των κραδασμών αυτής της φάσης- η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» έχει δημιουργήσει τόση ανασφάλεια ως προς το αύριο των τραπεζών (οι τοποθετήσεις Δραγασάκη περί ενδεχόμενης ανάγκης κεφαλαιοποίησης επανέφεραν την αίσθηση ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός») ώστε πλέον ΚΑΘΕ λύση να είναι προτιμότερη από παράταση της αναμονής. Αν τώρα αυτό φέρει νέα αντιπαράθεση με την Τρόικα και ξαναδούμε κυματισμένο Εurogroup Μαρτίου…