Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
«Μαξιλάρι» μίνιμουμ εσόδων 350 εκατ. ευρώ αλλά και επενδύσεις ανάλογου ύψους δείχνουν οι μελέτες που έχει στα χέρια του το ΤΑΙΠΕΔ, αναφορικά με τα ανταλλάγματα που θα αποκομίσει το ελληνικό Δημόσιο από τη πώληση του 67% των μετοχών του ΟΛΠ.
Παράλληλα, στο Ταμείο έχουν καταλήξει για το τι θα περιλαμβάνει το «πακέτο» πώλησης των μετοχών του λιμανιού, προκειμένου να διατηρηθούν αυτή τη φορά τα χρονοδιαγράμματα και να κατατεθούν οι οικονομικές προσφορές των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό μέχρι το τέλος Οκτωβρίου.
Η αυστηρή τήρηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων αποτελεί άλλωστε και ένα στοίχημα για το Μαξίμου, το οποίο θέλει να στείλει μήνυμα στις Βρυξέλλες, προκειμένου να ανοίξουν οι κρουνοί της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Χρονοδιάγραμμα, το οποίο όμως κινδυνεύει να ανατραπεί από τις παρεμβάσεις του υπουργού Ναυτιλίας Θοδωρή Δρίτσα, ο οποίος αποφάσισε να ανοίξει τον διάλογο στο παρά πέντε της ολοκλήρωσης του διαγωνισμού.
Οπως επισημαίνουν στη «Ν» κύκλοι της αγοράς, η παρέμβαση σε αυτή τη φάση του υπουργού είναι ανησυχητική γιατί ο χρόνος για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού μέσα στα προβλεπόμενα όρια έχει λιγοστέψει. Υπολογίζεται ότι σύμφωνα με τα σχέδια απομένει ένας μήνας προτού οι ενδιαφερόμενοι καταθέσουν τις οικονομικές προσφορές. Προσφορές, οι οποίες θα βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στους όρους που θα τους τεθούν και οι οποίοι δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί στην τελική τους μορφή.
Οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι ο υπουργός είχε στη διάθεσή του επτά μήνες, πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, προκειμένου να έχει έτοιμες τις προτάσεις του και να τις προωθήσει προς υλοποίηση.
Αντίθετα τώρα δηλώνει πως θα τις καταθέσει μέσα στην εβδομάδα προκειμένου να αρχίσει η διαβούλευση με τους φορείς των παραλιμένιων δήμων, οι οποίοι ήδη διεκδικούν να τους παραχωρηθούν κυρίως έσοδα και εκτάσεις. Ωστόσο, η διαβούλευση, η οποία δεν έγινε τόσους μήνες, είναι πολύ πιθανό να καθυστερήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τον διαγωνισμό.
Για τον λόγο αυτό, έχει κορυφωθεί τον τελευταίο μήνα και η κόντρα μεταξύ του υπουργού Ναυτιλίας Θοδωρή Δρίτσα και του προέδρου του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιου Πιτσιόρλα, αφού όπως φαίνεται οι δύο άντρες διεκδικούν ο καθένας για τον εαυτό του τον έλεγχο του «παιχνιδιού» στο μεγάλο λιμάνι.
Τελευταίο επεισόδιο στο σίριαλ δηλώσεων των δύο αντρών είναι οι επισημάνσεις που έκανε στο δημοτικό ραδιόφωνο Πειραιά ο κ. Δρίτσας. Ο υπουργός «επέβαλε τον νόμο του ισχυρότερου» και σημείωσε ότι: «Τώρα αναλαμβάνει δράση το υπουργείο. Αυτό σημαίνει ότι κυβέρνηση και υπουργείο θα βάλουν τη σφραγίδα τους στις περαιτέρω εξελίξεις. Θα διαβουλευτούμε με τους πολίτες, τους δήμους, τους φορείς, τους εργαζομένους για το θέμα. Ιδιαίτερα, για το θέμα της σύμβασης παραχώρησης του ΟΛΠ, θα συναντηθώ με τον δήμαρχο Πειραιά και τους άλλους δημάρχους της περιοχής Πειραιά, καθώς και με τον αντιπεριφερειάρχη Γ. Γαβρίλη. Τον πρώτο λόγο τον έχει η κυβέρνηση. Δεν είναι αυτόνομο όργανο το ΤΑΙΠΕΔ».
Προηγουμένως αποκάλυψε ότι συναντήθηκε με τον κ. Πιτσιόρλα στον οποίο επεσήμανε ότι η παραχώρηση των εκτάσεων στη Δραπετσώνα αποτελεί αίτημα πολλών χρόνων και αγώνων, παραμένει ως τέτοιο, και σε αυτό ανταποκρίθηκε ο πρωθυπουργός προεκλογικά.
Ο υπουργός φάνηκε ανυποχώρητος σε αυτό το θέμα και δεν αποδέχτηκε το ενδεχόμενο παρέμβασης των δανειστών στις αλλαγές που προωθεί στο σχέδιο για τον ΟΛΠ. «Δεν μπορώ να το αποδεχτώ αυτό ως λογική που μπορεί να αποδεχθεί μια κυβέρνηση, και δή της Αριστεράς. Το Δημόσιο δεν μπορεί να απεκδυθεί των δικαιωμάτων του».
Σημειώνεται πάντως ότι σε ό,τι αφορά τις παραχωρήσεις εκτάσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν σε ευρεία κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω του γεγονότος ότι ο ΟΛΠ είναι εταιρεία εισηγμένη στο Χ.Α. και υπάρχει η πιθανότητα να σημειώθουν αντιδράσεις από τους μικρομετόχους σε νομικό επίπεδο.
Από τη πλευρά τους πάντως, κύκλοι του ΤΑΙΠΕΔ θέλησαν να ρίξουν τους τόνους και επεσήμαναν στη «Ν» ότι η τροποποίηση της σύμβασης παραχώρησης μεταξύ του ΟΛΠ και του Δημοσίου είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης, ενώ προσέθεσαν ότι κατά την εκτίμησή τους ο διαγωνισμός θα ολοκληρωθεί εντός χρονοδιαγραμμάτων.
Το «μαξιλάρι»
Στη περίπτωση του ΟΛΠ δεν πωλούνται τα εδάφη, αλλά οι μετοχές μιας εταιρείας που έχει στη διαχείρισή της τη λιμενική ζώνη για μια περίοδο 40 ετών. Στις τρεις μελέτες που έχει στη διάθεσή του το ΤΑΙΠΕΔ έχει υπολογισθεί ένα μίνιμουμ έσοδο για το κράτος, ύψους 350 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αποτέλεσμα του υπολογισμού του μέσου όρου της τιμής της μετοχής τα τελευταία τρία χρόνια (16 ευρώ η μία) plus 30% στην αξία της.
Ωστόσο, η τιμή αυτή -περίπου 21 ευρώ ανά μετοχή-, υπολείπεται κατά 9 ευρώ από την τιμή των 30 ευρώ ανά μετοχή που είχε τεθεί ως στόχος για τα έσοδα από τον ΟΛΠ πριν από τρία χρόνια περίπου. Και εκφράζονται φόβοι ότι όσο περισσότερο καθυστερεί η διαδικασία τόσο θα χάνει μέρος της αξίας της η εταιρεία, εξαιτίας της ελεύθερης πτώσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία.
Επίσης, το σχέδιο προβλέπει και μια σειρά από μεγάλες επενδύσεις στη ναυπηγοεπισκευή, την κρουαζιέρα, το car terminal, την πολιτιστική ακτή και στις υπόλοιπες δραστηριότητες, αξίας άνω των 300 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα στη πρόταση του ΤΑΙΠΕΔ για τη σύμβαση παραχώρησης περιλαμβάνεται, όπως έχει ήδη γράψει η «Ν», η αύξηση του ετήσιου ανταλλάγματος προς το ελληνικό Δημόσιο από τα συνολικά έσοδα, από το 2% που είναι σήμερα στο 3,5%, με απόδοση της διαφοράς στους παραλιμένιους δήμους. Στην ίδια σύμβαση θα εξασφαλίζεται η προστασία της ακτοπλοΐας από την αύξηση των τιμολογίων και των λιμενικών τελών.
Σημειώνεται πάντως ότι οι μελέτες αυτές δεν αποτελούν την εκτίμηση του ανεξάρτητου οίκου, ο οποίος θα αναλάβει να υπολογίσει το μίνιμουμ αποδεκτό τίμημα για το λιμάνι και του οποίου η μελέτη θα αποκαλυφθεί αφού ανοίξουν οι οικονομικές προσφορές των τριών διεκδικητών AMP Terminal, Cosco, ICSI.
Τα δικαιώματα των πολιτών
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την ανάληψη των καθηκόντων του την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Ναυτιλίας είχε δηλώσει: «Είναι υποχρέωσή μας να πετύχουμε μια σύμβαση παραχώρησης του ελληνικού Δημοσίου που να κατοχυρώνει όλα τα δικαιώματα των δήμων, των πολιτών και των παραγωγικών δραστηριοτήτων αυτής της πόλης. Εχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε σε μία σειρά από τομές και μεταρρυθμίσεις που θα κρατήσουν τις εγγυήσεις για την υπεράσπιση και την ανανέωση της σχέσης της Πολιτείας, με αυτό που λέγεται δημόσιο συμφέρον και συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών».