Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Να σταματήσει το «παράδοξο» η χώρα μας να ερμηνεύει διαφορετικά από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελωνειακά θέματα για τον εφοδιασμό πλοίων με εμπορεύματα που προέρχονται από την Ε.Ε. ζητά ο κλάδος των εφοδιαστών πλοίων, μέσω του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά.
Ειδικότερα, σε μια περίοδο που καταβάλλεται ισχυρή προσπάθεια από τη ναυτιλιακή κοινότητα να ενισχύσει όσο το δυνατόν περισσότερο το ναυτιλιακό cluster της χώρας, «αναγνώσεις» ευρωπαϊκών οδηγιών κατά το δοκούν στερεί από την Ελλάδα δυναμική ανάπτυξης.
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το ΕΒΕΠ στις κατατεθειμένες θέσεις του: «Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 269 του Καν. 952/13 “Ενωσιακός Τελωνειακός Κώδικας”, καθιερώνεται για τον εφοδιασμό πλοίων με ενωσιακά εμπορεύματα, η εφαρμογή των διατυπώσεων εξαγωγής προκειμένου για την επιβεβαίωση της ολοκλήρωσης της παράδοσης των εμπορευμάτων με ενωσιακά ομοιόμορφο και διασφαλιστικό τρόπο και να αποφεύγονται καταστρατηγήσεις που οδηγούν σε απώλειες ΦΠΑ, ΕΦΚ και λοιπών επιβαρύνσεων. Κατ’ αναλογία των ανωτέρω όπου οι διαδικασίες της εξαγωγής εφαρμόζονται για τον εφοδιασμό πλοίων θεωρούμε ως προφανή τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της διαδικασίας επανεξαγωγής για τις περιπτώσεις εφοδιασμού πλοίων με εμπορεύματα προέλευσης τρίτης χώρας».
Εξηγεί επίσης ότι προς επίρρωση αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει Κατευθυντήριες Οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής των διατυπώσεων επανεξαγωγής για τον εφοδιασμό όλων των δικαιούχων πλοίων με εμπορεύματα προέλευσης τρίτης χώρας κατόπιν της θέσης τους σε ειδικό τελωνειακό καθεστώς (Τελωνειακή Αποταμίευση κ.λπ.).
Σύμφωνα με το ΕΒΕΠ η φιλοσοφία του ενωσιακού νομοθέτη είναι σαφές ότι κατατείνει στην ομοιόμορφη αντιμετώπιση του εφοδιασμού των πλοίων είτε πρόκειται για εγχώρια, είτε ενωσιακά, είτε τρίτης χώρας εμπορεύματα.
«Η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από την δραστηριοποίησή μας στον κλάδο αυτό στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αφού πραγματοποιούμε μεγάλους όγκους συναλλαγών σε άλλα κράτη μέλη, συνάδει με τα ανωτέρω, δηλαδή τυγχάνουν εφαρμογής σε πλήρη έκταση, οι διατυπώσεις εξαγωγής και επανεξαγωγής και μάλιστα σε συνδυασμό με ιδιαίτερες απλουστεύσεις και ευέλικτες διαδικασίες. Αντίθετα, στη χώρα μας η αντιμετώπιση είναι εντελώς διαφορετική και ιδιαίτερα γραφειοκρατική», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά και προστίθεται: «Δεν επιτρέπεται η εφαρμογή των διατυπώσεων επανεξαγωγής για εμπορεύματα προέλευσης τρίτης χώρας, ανάγοντάς το σε θέμα νομοθετικής ρύθμισης, ενώ πρόκειται για θέμα διαδικασίας και απλής τήρησης των λεχθέντων από τα αρμόδια ενωσιακά όργανα που έχουν συντάξει για το σκοπό της ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεων του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα, κατευθυντήριες οδηγίες».
Αποθήκευση
Σε ό,τι αφορά την τελωνειακή αποθήκευση, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν.2859/2000 παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής από ΦΠΑ κατά την εισαγωγή ή παράδοση εμπορευμάτων που τίθενται σε καθεστώς αποθήκευσης. Με βάση τη διάταξη αυτή καθορίστηκε με την αριθμ. ΠΟΛ. 1184/2018 απόφαση διοικητή ΑΑΔΕ η διαδικασία υπαγωγής μη ενωσιακών και εγχώριων εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης με απαλλαγή ΦΠΑ.
Η διαδικασία αυτή, επισημαίνεται από το ΕΒΕΠ, πληροί τις βασικές προϋποθέσεις για να αποτελέσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες αποθήκευσης καθώς και τις επιχειρήσεις που διακινούν τα εμπορεύματά τους σε διάφορους προορισμούς και χρησιμοποιούν κάποια λιμάνια ως κέντρα διανομής αλλά και ναυτιλιακές επιχειρήσεις για τον εφοδιασμό των πλοίων τους με εγχώρια εμπορεύματα.
Διαπιστώνεται όμως από την αγορά, ότι παρά το γεγονός αυτό υπάρχουν δυσλειτουργίες και ελλείψεις προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία αυτή ευρέως και να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς.
Ειδικότερα: «Βασικό ζήτημα αποτελεί η υποχρέωση παραμονής των εγχώριων εμπορευμάτων στην αποθήκη τελωνειακής αποθήκευσης για 60 ώρες. Ιδιαίτερα για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις καθώς και γι’ αυτές που ασχολούνται με τον εφοδιασμό πλοίων, ο χρονικός αυτός περιορισμός είναι απαγορευτικός για την χρήση του καθεστώτος, καθώς οι ανάγκες της ναυτιλίας για την προμήθεια συγκεκριμένων εμπορευμάτων είναι άμεσες και επείγουσες. Κατανοούμε παρ’ όλα αυτά την ανησυχία της Πολιτείας για πιθανές καταστρατηγήσεις και εικονικές καταχωρήσεις εμπορευμάτων στη λογιστική αποθήκης. Θεωρούμε βέβαια ότι καμία εταιρεία logistics που εφαρμόζει το εν λόγω καθεστώς δεν θα διακινδύνευε την καλή φήμη της στην αγορά, την αξιοπιστία της και την άδεια ΑΕΟ που διαθέτει, με εικονικές καταχωρήσεις εμπορευμάτων».
Συνεπώς, αναφέρει το Επιμελητήριο, ο κίνδυνος καταστρατηγήσεων είναι αμελητέος και το όφελος από την κατάργηση του ορίου των 60 ωρών, μεγάλο. Αν παρ’ όλα αυτά δεν είναι εφικτή η άμεση ολική κατάργηση του ορίου, πρέπει να εξεταστούν εναλλακτικά σενάρια σταδιακής μείωσης υπό προϋποθέσεις. Στα πλαίσια αυτά παρακαλούμε όπως προβείτε σε επανεξέταση της συγκεκριμένης διάταξης προκειμένου μέσω της διαδικασίας αυτής να βελτιστοποιηθεί η θετική προοπτική του εφοδιαστικού κλάδου και κατ’ επέκταση της ελληνικής οικονομίας.
Θέματα που σχετίζονται με την εν λόγω απόφαση είναι η δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων μεταξύ αποθηκών Τελωνειακής Αποθήκευσης και η προσωρινή έξοδος για την πραγματοποίηση συνήθων εργασιών όπως ανασυσκευασία.
Η επίλυση των θεμάτων αυτών θα διευκολύνει την ομαλή συναλλακτική διαδικασία της εφοδιαστικής αλυσίδας και θα συντελέσει να αποτελέσει το καθεστώς αυτό ελκυστικό προϊόν για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών αποθήκευσης.
Τελειοποίηση προς επανεξαγωγή
Το καθεστώς αυτό απαιτείται να εκσυγχρονιστεί και να απλουστευτεί, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία προσωρινής εισαγωγής από τρίτες χώρες διαφόρων ειδών (π.χ. μηχανών πλοίων, εξαρτημάτων κ.λπ.) για επισκευή και επανεξαγωγή.
Περαιτέρω, υπογραμμίζεται από το ΕΒΕΠ, απαιτείται να μειωθούν δραστικά οι εγγυήσεις ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί από ναυτιλιακές εταιρείες που εισάγουν στη χώρα μηχανολογικό εξοπλισμό πλοίων για επισκευή με προορισμό την επανεξαγωγή. Η απλούστευση της διαδικασίας αυτής, σε συνδυασμό με την απαλλαγή από το ΦΠΑ της προερχόμενης από το εσωτερικό υπηρεσίας, καθώς και των εγχώριων υλικών που χρησιμοποιούνται ή ενσωματώνονται κατά τη διαδικασία της επισκευής, θα αποτελέσει κίνητρο για την επισκευή στη χώρα μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του κλάδου αυτού, την απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα.
«Η ισχύουσα διαδικασία επισκευής πλοίων (Απόφαση Τ. 1400/2000) είναι αναχρονιστική και εντελώς γραφειοκρατική και πρέπει άμεσα να εκσυγχρονιστεί και να ηλεκτρονικοποιηθεί» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Η θέση του ΕΒΕΠ
Άποψη του ΕΒΕΠ είναι ότι η οπτική κάτω από την οποία αντιμετωπίζεται και ερμηνεύεται το εν λόγω θέμα λειτουργεί μόνο προς όφελος άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ουδόλως της χώρας μας και κατευθύνει τις εφοδιαστικές επιχειρήσεις σε ανάπτυξη δραστηριότητας στα κράτη αυτά. Έχουν περιέλθει σε γνώση μας ότι τα τελευταία χρόνια πολλές επιχειρήσεις και φορείς έχουν υποβάλει επανειλημμένα ανάλογα υπομνήματα αλλά δεν έχει μεταβληθεί η θέση της Ελληνικής Διοίκησης, ίσως ως αποτέλεσμα προσωπικών απόψεων συγκεκριμένων υπαλλήλων της Διοίκησης, παρά το γεγονός ότι δεν επέρχεται κόστος για τον προϋπολογισμό της χώρας, ενώ παράλληλα θα διευκολύνει την ανάπτυξη του κλάδου με τις συνακόλουθες θετικές συνέπειες για την οικονομία και την απασχόληση.
Αναμόρφωση του πλαισίου
«Σας καλούμε να ενσκήψετε στο θέμα του εφοδιασμού των πλοίων αναμορφώνοντας το κανονιστικό πλαίσιο, τόσο όσον αφορά το θέμα των απλουστευμένων και ευέλικτων διαδικασιών όσο και το θέμα των ελέγχων που θα πρέπει να γίνονται στοχευμένα και με βάση την ανάλυση κινδύνου, προκειμένου να μη δημιουργούνται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην παράδοση των εφοδίων, αφού ο τομέας αυτός στηρίζεται στην ταχύτητα, στην αξιοπιστία και στη συνέπεια» αναφέρει χαρακτηριστικά το Επιμελητήριο.