Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Οι γραφειοκρατικές πρακτικές του ελληνικού Δημοσίου στερούν τη δυνατότητα από την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα το σχέδιο για την είσοδο στρατηγικού επενδυτή στα ναυπηγεία Ελευσίνας και Σύρου. Το πλάνο για την εξυγίανση των δύο ναυπηγείων του ομίλου Νεώριον προϋποθέτει ότι οι πιστωτές, που είναι οι τράπεζες, αλλά και το ελληνικό Δημόσιο θα μπορούν να προχωρήσουν σε γενναία μείωση των απαιτήσεων που έχουν έναντι της επιχείρησης, ώστε να δώσουν την ευκαιρία σε υποψήφιους επενδυτές να ενδιαφερθούν και να καταθέσουν βιώσιμα επενδυτικά σχέδια.
Μετά τις τελευταίες νομοθετικές πρωτοβουλίες για το ακαταδίωκτο τραπεζικών και δημοσίων υπαλλήλων που εγκρίνουν ρυθμίσεις δανείων και περικοπές, στην περίπτωση των τραπεζών πλέον έχει εκδηλωθεί τέτοια πρόθεση, όμως οι παγιωμένες, εδώ και δεκαετίες, πρακτικές του ελληνικού Δημοσίου κρατούν ένα πολύτιμο επενδυτικό εργαλείο εν υπνώσει.
Το συμπέρασμα αυτό βγήκε, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», χθες κατά τη διάρκεια σύσκεψης στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου παρουσία του υπουργού Ναυτιλίας Παναγιώτη Κουρουμπλή και του υφυπουργού Ανάπτυξης και Οικονομίας Στέργιου Πιτσιόρλα αναλύθηκαν όλα τα ανοικτά θέματα για τον κλάδο.
Η αναβίωση της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας της χώρας έχει περάσει στην πρώτη γραμμή των κυβερνητικών χειρισμών. Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν δυνατότητες να αναπτυχθεί ο ναυπηγοεπισκευαστικός κλάδος, μια πραγματικά βαριά βιομηχανία, έχοντας και ως δεδομένο την πρόθεση που έχει εκφράσει ο ελληνικός εφοπλισμός, που διαχειρίζεται τον μεγαλύτερο στόλο στον κόσμο, να ενισχύσει την προσπάθεια αυτή.
Οι δυσκολίες
Η ουσιαστική επαναλειτουργία των δύο μεγαλύτερων ναυπηγείων της χώρας, του Σκαραμαγκά (ΕΝΑΕ) και της Ελευσίνας και Σύρου (όμιλος Νεώριον) αποτελεί βασική προτεραιότητα. Ωστόσο, οι δυσκολίες που υπάρχουν φαίνεται να είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεραστούν. Ειδικότερα τα ΕΝΑΕ εξακολουθούν να προκαλούν πονοκέφαλο στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία επιδιώκει να «βγάλει» από το «πηδάλιο» τους σημερινούς μετόχους, εμφανίζοντας απαιτήσεις των πιστωτών της εταιρείας στο δικαστήριο, να σπάσει το ναυπηγείο σε δύο κομμάτια (στρατιωτικό και εμπορικό) και να τα βγάλει σε διεθνή διαγωνισμό εντός 12 μηνών. Οποιαδήποτε κίνηση, όμως, δεν πρόκειται να γίνει αν πρώτα δεν βγει η πολυαναμενόμενη απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου για τα claim που έχει καταθέσει η πλευρά των μετόχων των ΕΝΑΕ κατά του ελληνικού Δημοσίου. Στις απαιτήσεις γίνεται λόγος για αθέτηση μέρους της συμφωνίας που έγινε για την εξαγορά των ναυπηγείων και ζητούν αποζημιώσεις που μπορεί να φτάσουν ακόμα και το 1 δισ. ευρώ. Ωστόσο, το «ζουμί» της ιστορίας βρίσκεται στις λεπτομέρειες του σκεπτικού της απόφασης και τι περιθώρια ελιγμών θα αφήνει στην ελληνική κυβέρνηση.
Στο άλλο στρατόπεδο, όμως, αυτό του ομίλου Νεώριον, οι εξελίξεις μπορεί να επιταχυνθούν, υπό την προϋπόθεση όμως να λυθούν κάποια πολύ σοβαρά ζητήματα, όπως είναι η αποδοχή από την πλευρά του Δημοσίου της δυνατότητας περικοπής οφειλών επιχειρήσεων πέραν του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Σύμφωνα με κυβερνητικές πληροφορίες, αν δεν αλλάξει το καθεστώς αυτό, κανένας επενδυτής δεν θα ενδιαφερθεί για τα ναυπηγεία. Όσον αφορά το κόστος εισόδου στρατηγικού επενδυτική στο Νεώριον, κυβερνητικές πηγές το προσδιόριζαν περίπου στα 120 εκατ. ευρώ, εκτός των επενδύσεων που θα κάνει για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού. Ο άμεσα ενδιαφερόμενος όμιλος, η κινεζική Cosco που πραγματοποιεί ταυτόχρονα μια πολύ μεγάλη επένδυση στον ΟΛΠ , έχει βάλει πάντως στο τραπέζι της συζήτησης μια ξεκάθαρη θέση. Να εκκαθαριστούν τα ναυπηγεία εν λειτουργία και εν συνεχεία, σε συμφωνία με τους πιστωτές και «καθαρά» από χρέη, να δοθούν στον νέο επενδυτή έναντι ενός ξεκάθαρου τιμήματος. Για να επενδύσουν στα ναυπηγεία πάντως έχουν δείξει αρχικό ενδιαφέρον και άλλες εταιρείες από το εξωτερικό, αλλά και το εσωτερικό της χώρας, υπό την ίδια προϋπόθεση, του ξεκάθαρου τοπίου.
Στον ΟΛΠ
Την ίδια στιγμή, πάντως, στον ΟΛΠ ο νέος μεγαλομέτοχος -η κινεζική Cosco- τρέχει το επενδυτικό της πρόγραμμα. Όσον αφορά τη ναυπηγοεπισκευή, ήδη έχουν επισκευαστεί οι τέσσερις δεξαμενές που διαθέτει το λιμάνι, χωρητικότητας μέχρι 40.000 τόνων, ενώ τον προσεχή Νοέμβριο θα «δέσει» στον ΟΛΠ μια πλωτή δεξαμενή χωρητικότητας 80.000 τόνων.