Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Το 1,7% του ΑΕΠ αντιπροσωπεύει η πραγματική μείωση των καθαρών εισπράξεων που παρατηρήθηκε στο ναυτιλιακό ισοζύγιο λόγω των capital controls, σύμφωνα με όσα αναφέρει σε ειδικό κεφάλαιο η έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Παράλληλα, στην έκθεση εκφράζονται φόβοι ότι το φαινόμενο των μειωμένων εισπράξεων από τη ναυτιλία μπορεί να παγιωθεί λόγω των «πιέσεων» που ασκούνται από την Ε.Ε. για αλλαγές στο φορολογικό σύστημα της ναυτιλίας, αλλά και της μείωσης της τραπεζικής ναυτιλιακής χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2015 παρατηρήθηκε σημαντική πτώση των εισπράξεων των υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών, της τάξεως του 30% έναντι του 2014, δηλαδή σχεδόν όση ήταν η ετήσια μείωση των εισπράξεων το 2009 ως συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Στην έκθεση προστίθεται ότι η συνολικά θετική πορεία των ναύλων το 2015 σε συνδυασμό με το μέγεθος του ελληνόκτητου στόλου συνεπάγονταν ευνοϊκές προοπτικές για τις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές στο σύνολο του έτους.
Το 2015 οι καθαρές εισπράξεις υπηρεσιών διαμετακομιστικού εμπορίου διαμορφώθηκαν σε 6.038 εκατ. ευρώ, ενώ το 2014 ανήλθαν σε 8.568 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση κατά 29,5%. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε, αναφέρει η ΤτΕ, ότι η επίπτωση των κεφαλαιακών ελέγχων στις καθαρές εισπράξεις υπολογίζεται ως η απόκλιση μεταξύ των δύο ετών, δηλαδή στο ποσό των 2.529 εκατ. ευρώ ή στο 1,4% του ονομαστικού ΑΕΠ για το 2015.
Χρησιμοποιώντας όμως ένα οικονομετρικό υπόδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε ότι οι καθαρές εισπράξεις από τη ναυτιλία θα ανέρχονταν το 2015 στο ποσό των 9.076 εκατ. ευρώ, έναντι 6.038 εκατ. ευρώ που τελικά πραγματοποιήθηκαν. Προκύπτει λοιπόν ότι η επίπτωση των κεφαλαιακών ελέγχων στις καθαρές εισπράξεις υπολογίζεται στο ποσό των 3.037 εκατ. ευρώ ή στο 1,7% του ονομαστικού ΑΕΠ για το 2015.
Η μεγαλύτερη επίπτωση των κεφαλαιακών ελέγχων στις καθαρές εισπράξεις που προκύπτει με βάση το υπόδειγμα οφείλεται στην επίδραση της αύξησης του δείκτη ClarkSea κατά 44,6% (σε ευρώ) και της ταυτόχρονης αύξησης του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου κατά 2,0%. Εκτιμάται ότι αυτά θα συντελούσαν στην άνοδο των εισπράξεων σε 11.064 εκατ. ευρώ και των καθαρών εισπράξεων σε 9.076 εκατ. ευρώ για το 2015. Αντ’ αυτού, οι εισπράξεις που τελικά πραγματοποιήθηκαν το 2015 ήταν 8.026 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 27,4%, και οι καθαρές εισπράξεις ήταν 6.038 εκατ. ευρώ, δηλαδή μειωμένες κατά 33,4%.
Στην έκθεση επισημαίνεται ακόμη ότι η τάση για συρρίκνωση των καθαρών εισπράξεων υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών συνεχίζεται το 2016: το α’ τρίμηνο εμφανίζονται μειωμένες κατά 43% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2015, επηρεαζόμενες τόσο από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων όσο και από την καθοδική πορεία του δείκτη ClarkSea.
Οι παραπάνω ενδείξεις δημιουργούν ανησυχίες για την καθιέρωση μιας νέας στρατηγικής εκ μέρους των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους θα κρατείται στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα θα εισάγονται μόνο όσες εισπράξεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους εντός της χώρας. Επιπλέον, λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων της ναυτιλίας, όπου το μεταφορικό έργο εκτελείται σε διεθνή ύδατα μακριά από τα γραφεία διαχείρισης, η μεταφορά της έδρας ή των γραφείων των ναυτιλιακών υπηρεσιών είναι σχετικά εύκολη, με δυνητικά περισσότερο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα έσοδα που καταγράφονται στο ελληνικό ισοζύγιο υπηρεσιών στο μέλλον.
Τρεις ακόμη παράγοντες
Εκτός από τα capital controls, μια σειρά παραγόντων συνηγορούν στο ότι οι τάσεις ενδέχεται να εξακολουθήσουν να ασκούνται μακροπρόθεσμα:
Πρώτον, η ενδεχόμενη αλλαγή ορισμένων βασικών διατάξεων του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που διέπει τη ναυτιλιακή βιομηχανία και τις επιχειρήσεις της ναυτιλιακής συστάδας (cluster).
Δεύτερον, οι πιθανές αλλαγές του φορολογικού καθεστώτος στον ευρύτερο ναυτιλιακό τομέα μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ζητά την τροποποίηση διατάξεων του θεσμικού πλαισίου της ναυτιλίας επικαλούμενη μη συμβατότητά του με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις.
Τρίτον, η περιορισμένη δυνατότητα εύρεσης χρηματοδότησης, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί το 2016, καθώς οι τράπεζες που χορηγούν ναυτιλιακά δάνεια, και ειδικά οι ευρωπαϊκές, βρίσκονται σε διαδικασία απομόχλευσης και ενίσχυσης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τους, εμφανίζοντας μειωμένη έκθεση σε δανεισμό για ναυτιλιακές δραστηριότητες.