Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Φουντώνουν με το λυκαυγές του 2017, εκ νέου, τα σενάρια για την επανεκκίνηση της ναυπηγικής βιομηχανίας της χώρας. Το υπουργικό δίδυμο των Παναγιώτη Κουρουμπλή και Στέργιου Πιτσιόρλα από τη μια και η Cosco, από την άλλη, φαίνεται ότι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων προκειμένου να πετύχουν την «ανάδυση» της ναυπηγικής βιομηχανίας.
Πρώτη ανάγκη για τον κλάδο, όπως έχει ιεραρχηθεί αυτή τη στιγμή και σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Ν», είναι η λειτουργία μιας πολύ μεγάλης δεξαμενής, η οποία θα μπορεί να λειτουργεί και σαν «κράχτης» στην αγορά, δίνοντας μεγάλη ώθηση στο σύνολο του cluster.
Η Cosco, η οποία αρχικά σχεδίαζε να φέρει μια μεγάλη δεξαμενή 300.000 τόνων στη χώρα μας, δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να βρει χώρο να την τοποθετήσει.
Όπως έχουν επισημάνει κύκλοι της αγοράς στη «Ν», η μοναδική περιοχή στον ΟΛΠ που μπορεί να τοποθετηθεί μια τέτοια δεξαμενή είναι στην Κυνόσουρα, όπου όμως η ανάδειξή της κατά ένα μέρος ως αρχαιολογικού χώρου έχει προκαλέσει αντιδράσεις.
Ο κινεζικός όμιλος, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ανέκρουσε πρύμναν, και σε αυτή τη φάση σχεδιάζει να φέρει στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά μια πλωτή δεξαμενή 80.000 τόνων και μια δεύτερη για πλοία χωρητικότητας μέχρι 120.000 τόνους.
Τα σχέδια όμως για τη μεγάλη δεξαμενή δεν έχουν εγκαταλειφθεί – και με τις ευλογίες της κυβέρνησης, καθώς εξετάζονται όλα τα πιθανά σενάρια.
Οι επαφές
Σύμφωνα μάλιστα με έγκυρες πληροφορίες της «Ν», που προέρχονται τόσο από κύκλους των εργαζομένων των ναυπηγείων Ελευσίνας όσο και από πηγές του Πενταγώνου, το τελευταίο διάστημα πραγματοποιήθηκε συνάντηση ανάμεσα σε εκπροσώπους του κινεζικού ομίλου και μιας ομάδας συνομιλητών στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, εργαζόμενοι στα ναυπηγεία Ελευσίνας, αλλά και συνδικαλιστές. Στη συνάντηση αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες της «Ν», εξετάστηκαν οι δυνατότητες ανάπτυξης συνεργασίας ανάμεσα στον ναυπηγικό όμιλο (Σύρος – Ελευσίνα) και το λιμάνι του Πειραιά.
Σημείο κλειδί και σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη μεγάλης δεξαμενής. Στο συγκεκριμένο σενάριο, η δεξαμενή αυτή βρίσκεται απέναντι από τα ναυπηγεία Ελευσίνας και είναι η πέμπτη δεξαμενή των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
Με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά, η δεξαμενή έχει περιέλθει στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου και βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ.
Ωστόσο, και αυτός ο δρόμος, όπως φαίνεται, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αφού αποτελεί μέρος της νομικής διελκυστίνδας ανάμεσα στο ελληνικό Δημόσιο και την ιδιοκτησία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Οι δύο πλευρές «ξιφουλκούν» στα διεθνή δικαστήρια με «έπαθλο» αρκετά δισ. ευρώ. Σήμερα λειτουργούν κάτω από την «ομπρέλα» του Πολεμικού Ναυτικού και μέχρι στιγμής μόνο για την αποπεράτωση της σειράς των υποβρυχίων.
Σε ό,τι αφορά την πέμπτη δεξαμενή των ναυπηγείων, η ιδιοκτησία των ΕΝΑΕ έχει καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα κατά της απόφασης της κυβέρνησης και αναμένεται η εκδίκαση της υπόθεσης.
Σημειώνεται πάντως ότι κύκλοι της Cosco ανέφεραν στη «Ν» ότι δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία συνάντηση με τη διοίκηση των ναυπηγείων Ελευσίνας και Νεωρίου Σύρου.
Κυβερνητική πρωτοβουλία
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ναυπηγική βιομηχανία μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία. Για τον σκοπό αυτό έδωσε τη σκυτάλη στον υπουργό Ναυτιλίας Παναγιώτη Κουρουμπλή και τον υφυπουργό Ανάπτυξης Στέργιο Πιτσιόρλα προκειμένου να τα καταφέρουν σε έναν τομέα που όλες οι προηγούμενες θεσμικά υπεύθυνες αρχές απέτυχαν παταγωδώς τα τελευταία 15 με 20 χρόνια. Όπως επεσήμανε πρόσφατα ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Παναγιώτης Κουρουμπλής, η όλη προσπάθεια είναι αναπτυξιακού χαρακτήρα. Πρέπει να απεμπλακεί το ναυπηγείο Σκαραμαγκά από την κατάσταση που βρίσκεται, να ενισχυθεί η Ελευσίνα και η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, ενώ αποκάλυψε ότι υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για επισκευές από τον 6ο αμερικανικό στόλο.
Επίσης υπάρχουν προγράμματα που μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο του πακέτου Γιούνκερ, ενώ υπάρχουν ακόμη τα προγράμματα εξοπλισμού του Λιμενικού Σώματος (νέα σκάφη και επισκευές), καθώς και η μεγάλη ανάγκη για μετασκευές φορτηγών και επιβατηγών πλοίων εν όψει της χρήσης νέων καυσίμων μετά το 2020.