Από την έντυπη έκδοση
Της Βάσως Βεγίρη
[email protected]
Η κοινοπραξία του γερμανικού fund «Deutsche Invest Equity Partners GmbH», της γαλλικής «Terminal Link SAS» και της «Belterra Investments Ltd», συμφερόντων του Ιβάν Σαββίδη, ανακηρύχθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ πλειοδότης για το 67% του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, με βελτιωμένη προσφορά που περιλαμβάνει καταβολή τιμήματος ύψους 232 εκατ. ευρώ (συγκεκριμένα 231,926 εκατ. ευρώ), αφήνοντας στη δεύτερη θέση την αραβική «The Peninsular and Oriental Steam» του αραβικού ομίλου της Dubai Ports World, που είχε καταθέσει την υψηλότερη προσφορά στον πρώτο γύρο των δεσμευτικών προσφορών (περί το 40% υψηλότερη από τους Γερμανούς-Γάλλους-Σαββίδη).
Εξέλιξη που επιβεβαιώνει πλήρως το ρεπορτάζ της «Ν» ότι στον δεύτερο γύρο των προσφορών καταγράφηκε «κούρσα», ότι η διαφορά αυτή του πρώτου γύρου δεν θα προδίκαζε τα αποτελέσματα του δεύτερου, καθώς και ότι ήταν πιθανό το τίμημα να ξεπερνούσε τελικά το ποσό της κεφαλαιοποίησης του εν λόγω ποσοστού του ΟΛΘ συν ένα premium 25%, δηλαδή τα 160 εκατ. ευρώ, που σύμφωνα με πληροφορίες επιθυμούσε το ΤΑΙΠΕΔ.
Το ΤΑΙΠΕΔ από την πλευρά του κάνει λόγο για σημαντικά βελτιωμένη προσφορά των Γερμανών-Γάλλων-Σαββίδη, τη χαρακτηρίζει ως «εξέλιξη-ορόσημο» για το ίδιο, για το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και για τη Βόρεια Ελλάδα και επισημαίνει ότι προοιωνίζεται «νέα εποχή για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της Βόρειας Ελλάδας και της χώρας συνολικά». Επισημαίνει, επίσης, ότι έλαβε υπ’ όψιν καθεμία από τις αποτιμήσεις, τις οποίες εκπόνησαν δύο διαφορετικοί αποτιμητές για τον ΟΛΘ Α.Ε., και ανακήρυξε την ανωτέρω ένωση ως πλειοδότη.
Η συνολική αξία της συμφωνίας, σύμφωνα με το ΤΑΙΠΕΔ, ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανωτέρω προσφορά των 231,926 εκατ. ευρώ, υποχρεωτικές επενδύσεις ύψους 180 εκατ. την επόμενη επταετία και τα αναμενόμενα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου από τη Σύμβαση Παραχώρησης (αντάλλαγμα παραχώρησης σε ποσοστό 3,5% του κύκλου εργασιών της ΟΛΘ Α.Ε.), αναμενόμενου συνολικού ύψους πλέον των 170 εκατ. ευρώ. Στο συνολικό ποσό λαμβάνονται, επίσης, υπ’ όψιν τα αναμενόμενα μερίσματα που θα εισπραχθούν από το ΤΑΙΠΕΔ για το υπολειπόμενο ποσοστό του 7,22%, καθώς και οι εκτιμώμενες (πέραν των ελάχιστων υποχρεωτικών) επενδύσεις μέχρι τη λήξη της παραχώρησης το 2051.
Ο φάκελος του διαγωνισμού θα υποβληθεί τις προσεχείς εβδομάδες στο Ελεγκτικό Συνέδριο για προσυμβατικό έλεγχο, η δε σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών θα υπογραφεί μετά την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η ολοκλήρωση της συναλλαγής τελεί, όπως πάντοτε, υπό την αίρεση των εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές και την ικανοποίηση ορισμένων περαιτέρω προϋποθέσεων που προβλέπονται στη σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών.
Πρακτικά, ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα εισόδου του επενδυτή στον ΟΛΘ, σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, εκτιμάται ότι είναι ο Νοέμβριος. Υπενθυμίζεται ότι η Terminal Link, που συμμάχησε με το γερμανικό fund, είναι κατά 51% θυγατρική του Ομίλου CMA CGM (και κατά 49% της κινεζικής «China Merchants Holdings International») και διαχειρίζεται 14 port terminals παγκοσμίως, από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα. Η κοντινότερη παρουσία της στην Ελλάδα βρίσκεται στη Μάλτα και στο Μαρόκο και μέχρι σήμερα δεν διαθέτει παρουσία στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και των Βαλκανίων, γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκε για συμμετοχή στο γερμανικό σχήμα, καθώς μέσω ΟΛΘ διακινούνται κυρίως φορτία από και προς τη ΝΑ Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα.
Χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι στον διαγωνισμό για τον ΟΛΘ για λογαριασμό του ΤΑΙΠΕΔ ήταν η Morgan Stanley και η Τράπεζα Πειραιώς, νομικοί σύμβουλοι οι Freshfields Bruckhaus Deringer LLP και Αλεξίου – Κοσμόπουλος Εταιρεία Δικηγόρων, και τεχνικοί σύμβουλοι οι Hamburg Port Consulting (HPC) και Marnet.
Οι άλλες προσφορές
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», η βελτιωμένη προσφορά που κατέθεσε η αραβική εταιρεία στον δεύτερο γύρο προσφορών ήταν μικρότερη κατά 11%-12% από αυτή των Γερμανών-Γάλλων-Σαββίδη, ενώ η προσφορά της φιλιππινέζικης ICTS ήταν αρκετά χαμηλότερη, οπότε, όπως προέβλεπε η διαδικασία, δεν υπήρξε τρίτος γύρος προσφορών (σ.σ.: θα υπήρχε τρίτος γύρος, εάν η διαφορά των δύο πρώτων προσφορών ήταν μικρότερη του 10%).