Στο 30% αναμένεται να ανέλθει η αύξηση του κόστους των καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο στους βασικούς κορμούς της ακτοπλοΐας για τα συμβατικά πλοία από 1ης Μαΐου 2025.
Η αύξηση αυτή αφορά περίπου έναν στόλο 95 επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων στο σύνολο των 267, που θα πρέπει να χρησιμοποιούν καύσιμο με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο, το οποίο ωστόσο είναι πιο ακριβό από τα συμβατικά καύσιμα που χρησιμοποιεί έως τώρα η ακτοπλοΐα.
Αυτό θα συμβεί επειδή η Μεσόγειος χαρακτηρίζεται πλέον περιοχή ελέγχου εκπομπών (ECA) όπου ισχύουν αυστηρότερα όρια για τις εκπομπές των πλοίων.
Ο κανονισμός δεν αφορά τα ταχύπλοα που χρησιμοποιούν ήδη καύσιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, αλλά και τα συμβατικά που έχουν ήδη εγκαταστήσει συστήματα scrubbers (πλυντηρίδες).
Σε εξέλιξη διάλογος
Την ίδια στιγμή, για το κόστος αυτό, που υπολογίζεται στα 30 εκατ. ευρώ ετησίως σε απόλυτους αριθμούς, τα υπουργεία Ναυτιλίας και Οικονομικών μαζί με τις εταιρείες πετρελαιοειδών συζητούν προκειμένου η επιβάρυνση αυτή να μην περάσει στην τιμή του ακτοπλοϊκού εισιτηρίου για τον επιβάτη.
Το MGO (Marine Gas Oil) είναι ένας τύπος εξευγενισμένου ναυτιλιακού καυσίμου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο και καθαρότερο από τα υπολειμματικά καύσιμα όπως το βαρύ μαζούτ (HFO), αλλά πιο ακριβό.
Πηγές της ακτοπλοϊκής αγοράς ανέφεραν ότι οι μοναδικές αυξήσεις που έγιναν το 2024 σε ακτοπλοϊκά εισιτήρια ήταν σε μεμονωμένα δρομολόγια μεταξύ νησιών και δεν ξεπερνούσαν στο σύνολο του ακτοπλοϊκού κλάδου το 1,1%.
Τα πλοία στην ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά εκτελούν 77 δρομολογιακές γραμμές με ελεύθερη δρομολόγηση και 98 με επιδοτούμενη, τις λεγόμενες άγονες γραμμές. Εξυπηρετούνται 92 κατοικημένα νησιά, εκ των οποίων τα 76 έχουν επιδοτούμενη σύνδεση.
Αξιοσημείωτο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μεταφορικό έργο του ακτοπλοϊκού κλάδου το 2024 που παρουσίασε αύξηση κατά 1,1 εκατ. επιβάτες σε σχέση με το 2023.
Αύξηση κίνησης
Σημαντική αύξηση παρουσιάζει η διακίνηση επιβατών της ακτοπλοΐας το 2024 σε σχέση με το 2023.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Ναυτιλίας, το 2024 οι επιβάτες που διακινήθηκαν με τα πλοία της ακτοπλοΐας (όχι πορθμεία) άγγιξαν τα 25 εκατομμύρια.
Συγκεκριμένα, οι επιβάτες του 2024 ήταν 24.915.567, όταν το 2023 οι επιβάτες που διακινήθηκαν ήταν 23.847.646 (+4,5%). Το 2024 τα οχήματα πάσης φύσεως ήταν 5,8 εκατ., ενώ το 2023 ήταν 5,5 εκατ. σημειώνοντας αύξηση 5,2%.
Οι λιμένες της Αττικής (Πειραιάς, Ραφήνα, Λαύριο) εξακολουθούν να έχουν τη «μερίδα του λέοντος» στους διακινούμενους επιβάτες, αλλά με μειούμενη τάση σε σχέση, αναλογικά, με άλλους λιμένες.
Το 2019, από τους λιμένες της Αττικής διακινήθηκε το 52,07% των 23,6 εκατ. επιβατών της χώρας, ενώ το 2024 από τους ίδιους λιμένες διακινήθηκε το 49,81% των 24,9 εκατ. επιβατών της χώρας.
Από τον Πειραιά επιβιβάστηκαν περίπου 5 εκατ. επιβάτες (4.969.082) για 67 προορισμούς – λιμένες, όλο το 2024.
Στο πλαίσιο αυτό, αξιοσημείωτη αύξηση από τον Πειραιά, μεταξύ 2023 και 2024, παρουσίασαν τόσο σε επίπεδο ποσοστού όσο και σε επίπεδο απόλυτων αριθμών επιβατών, σε σχέση και με το μέγεθος των προορισμών, οι εξής λιμένες: Κίμωλος +3.467 επιβάτες (+34%), Κάρπαθος +1.712 επιβάτες (+24,4%), Δονούσα +2.115 (+23,71%), Ανάφη +1.499 επιβάτες (+21,86%), Άγιος Κήρυκος +2.721 επιβάτες (+19,72%) και Κουφουνήσια +4.817 επιβάτες (18,05%).
Με χαμηλότερα ποσοστά αύξησης, αλλά με σημαντικούς απόλυτους αριθμούς αύξησης επιβατών από τον Πειραιά ήταν για το 2024 σε σχέση με το 2023: η Σύρος με +29.186 επιβάτες, η Πάρος με +24.334 επιβάτες, τα Χανιά +21.551 επιβάτες, η Μήλος με +17.154 επιβάτες και η Χίος με +10.532 επιβάτες.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Αίγινα η οποία αύξησε από τον Πειραιά κατά 80.000 περίπου τους επιβάτες της (+8% από το 2023) και στους 3 λιμένες της (Αίγινα, Αγία Μαρίνα και Σουβάλα), ξεπερνώντας για πρώτη φορά το 1 εκατ. επιβάτες που αποβιβάστηκαν στο νησί από τον Πειραιά. Ενδεχομένως, σε αυτή την τάση να έχει παίξει ρόλο και η έλευση του μετρό στον Πειραιά που έχει κάνει πιο εύκολη και προσιτή την πρόσβαση στον μεγάλο λιμένα και κατ’ επέκταση στα νησιά του Αργοσαρωνικού και στην Αίγινα.
Παράγοντες της ακτοπλοϊκής αγοράς αποδίδουν την αυξητική στάση στην επιβατική κίνηση στο γεγονός ότι πολλοί τουρίστες που έρχονται σε ένα νησί επιλέγουν να επισκεφτούν στις διακοπές τους και γειτονικά νησιά, με αποτέλεσμα να έχουμε μια νέα κατηγορία θαλάσσιων μετακινήσεων, με εξαιρετικά μεγάλη δυναμική.
Την πρωτοπορία σε αυτό το γεγονός έχει η Σαντορίνη και η Μύκονος, αλλά δεν είναι πλέον τα μόνα νησιά που γεμίζουν από μονοήμερους η διήμερους επισκέπτες.
Στη Σαντορίνη μόνο το 22% των επιβατών όλου του έτους, που αποβιβάζονται στο νησί έρχονται απευθείας από τον Πειραιά. Περίπου 200.000 επιβάτες έρχονται από το Ηράκλειο, 160.000 από τη Μύκονο, 100.000 από την Πάρο και 100.000 από τη Νάξο, 55.000 έρχονται από τη γειτονική Ίο και υπάρχει μια λίστα περίπου άλλων 20 νησιωτικών λιμένων που τροφοδοτούν με επιβάτες-τουρίστες τη Σαντορίνη. Η πλειονότητα αυτών των μετακινήσεων γίνεται την καλοκαιρινή σεζόν και κυρίως με ταχύπλοα.
Την ίδια ώρα αναπτύσσονται περιφερειακοί νησιωτικοί πόλοι που προσελκύουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους άλλους νησιώτες για εμπόριο, υπηρεσίες, αλλά και για αναψυχή, χωρίς να απαιτείται πλέον η επίσκεψη στον Πειραιά.
Στη Βόρεια Ελλάδα
Σε αναπτυξιακή πορεία βρίσκονται σημαντικοί λιμενικοί κόμβοι στη Βόρεια Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα λεγόμενα λιμάνια της Εγνατίας Οδού (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη), που φαίνεται να αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μεταφορικό έργο (επιβατικό και κυρίως εμπορικό) προς τα νησιά του Βορείου Αιγαίου.
Η κατακόρυφη αύξηση των Βαλκάνιων τουριστών αναπτύσσει τον «οδικό τουρισμό» και τη χρήση της ακτοπλοΐας. Σημειώνεται πως η αύξηση των Βαλκάνιων τουριστών θα ενδυναμωθεί περαιτέρω από φέτος λόγω του ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία πλέον ανήκουν πλήρως στον χώρο Σένγκεν.
Επίσης, πολλές εμπορικές και άλλες επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο Βόρειο Αιγαίο αρχίζουν και ανακαλύπτουν προμηθευτές στη Μακεδονία, περιορίζοντας σε έναν βαθμό την εξάρτησή τους από το Κέντρο της Αττικής.
Κάτι αντίστοιχο γίνεται π.χ. με το Ηράκλειο, που φορτώνει ετησίως για τους τουριστικούς προορισμούς της Σαντορίνης και της Ρόδου 1.400-1.500 νταλίκες/ψυγεία/ρυμουλκούμενα κ.ά. με τροφοδοσία.