Skip to main content

Τα δεξαμενόπλοια «σώζουν την παρτίδα» στις τιμές της spot αγοράς

Υπό πίεση τα LNG carriers, εξαιτίας της υπερπροσφοράς χωρητικότητας

Υπό πίεση βρέθηκαν τις τελευταίες ημέρες οι ναυλαγορές υγρού φορτίου, με εξαίρεση τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς αργού. Οι μέσες αποδοχές των δεξαμενόπλοιων αργού αυξήθηκαν κατά 6% μέσα σε μια εβδομάδα, στα 44.598 δολάρια την ημέρα κατά μέσο όρο.

Οι τιμές των LR2 σταθεροποιήθηκαν σε πολύ καλά επίπεδα, σύμφωνα με αναφορές μάλιστα ανακοινώθηκε ναυλοσύμφωνο τριετίας στα 42.000 δολάρια την ημέρα.

Στα product τύπου MR οι μέσες αποδοχές στη spot μειώθηκαν κατά 24% σε εβδομαδιαία βάση, στα 15.164 δολάρια την ημέρα.

Για τα VLGC στη spot αγορά είχαμε περιορισμένη δραστηριότητα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Σύμφωνα με την αναφορά των Clarksons, τα ναύλα στη γραμμή Ras Tanura-Chiba μειώθηκαν κατά 12% σε εβδομαδιαία βάση, στα 41.595 δολάρια την ημέρα.

Υπό πίεση είναι, όμως, και τα LNG carriers, εξαιτίας της υπερπροσφοράς χωρητικότητας. Ο μέσος όρος των εκτιμώμενων ναύλων στη spot αγορά για μια 2χρονη μονάδα 174.000 cbm μειώθηκε κατά 21% σε εβδομαδιαία βάση, στα 41.500 δολάρια την ημέρα, το χαμηλότερο επίπεδο από τις 22 Φεβρουαρίου 2024.

Για τα VLCC οι τιμές στο MEG παρέμειναν σταθερές, ενώ στον Ατλαντικό παρατηρήθηκε μεγαλύτερη κίνηση.

Στα suezmax οι ναύλοι γενικά κινήθηκαν θετικά, καθώς την προηγούμενη εβδομάδα η προσφερόμενη χωρητικότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα οι πλοιοκτήτες να έχουν το ψυχολογικό πλεονέκτημα.

Η αγορά Δυτικής Αφρικής ανέκαμψε, με τους ναύλους στη γραμμή WAF-UKC να αυξάνονται στα WS 100.

Η ασιατική αγορά ήταν απασχολημένη με μια πληθώρα φορτίων μαζούτ, τα οποία επίσης συνέβαλαν στην άνοδο των ναύλων.

Ωστόσο, αρκετά πλοία VLCC «ballasters» επιδίωξαν να εμπλακούν στην αγορά του Ατλαντικού.

Στα aframaxes οι τιμές στη γραμμή του Ηνωμένου Βασιλείου σταθεροποιήθηκαν στο WS 130 έπειτα από μείωση της διαθέσιμης χωρητικότητας, ενώ στην περιοχή του Ατλαντικού (ΗΠΑ – Μεσόγειος) είναι σε υψηλά επίπεδα και εξακολουθούν να προσελκύουν ελεύθερη χωρητικότητα.

Στα clean products δυτικά του Σουέζ στα MR, οι ναύλοι στη USG υποχώρησαν την προηγούμενη εβδομάδα λόγω της μεγάλης προσφοράς χωρητικότητας.

Στα LR1 οι εταιρείες συνεχίζουν να μεταφέρουν τα πλοία τους στις αγορές κοντά στο Σουέζ για να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη.

Ανατολικά του Σουέζ, η πλειονότητα των φορτίων εξυπηρετήθηκε, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η ζήτηση. Οι ναύλοι στη γραμμή MEG – Αν. Αφρική μειώθηκαν σε επίπεδο εβδομάδας σε WS 235.

Εν τω μεταξύ, οι ναύλοι LR γενικά σταθεροποιήθηκαν αυτή την εβδομάδα, με τους ναύλους LR2 στη γραμμή MEG Ιαπωνία να αυξάνονται σε WS 133,5.

Στα LR1, το κλίμα σταθεροποιήθηκε λόγω της μείωσης της προσφερόμενης χωρητικότητας, με τις ναυτιλιακές να ευελπιστούν ότι η δυναμική θα συνεχιστεί μετά από ένα ισχνό γ’ τρίμηνο 2024.

Όσον αφορά τα dirty products στην Ευρώπη, οι τιμές στη διαδρομή cross-UKC μειώθηκαν σε εβδομαδιαία βάση σε WS 202,5.

Η αγορά της Μεσογείου ήταν πιο ενεργή και οι ναύλοι των Handy στη γραμμή cross-Med αυξήθηκαν στο WS 175, εν μέσω περιορισμένης διαθέσιμης χωρητικότητας στην περιοχή.

Στα LPG και ιδιαίτερα στα VLCG καταγράφηκε άλλη μια υποτονική εβδομάδα στον τομέα, με περιορισμένη δραστηριότητα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Οι προσδοκίες γι’ αυτή την εβδομάδα είναι ότι θα υπάρξει πληθώρα φορτίων για τις υπόλοιπες ημερομηνίες του Οκτωβρίου.

Στην Ανατολή ένα φορτίο στα τέλη Οκτωβρίου/αρχές Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε στα χαμηλά 60 $/mt.

Τέλος, στα LNG η υπερπροσφορά χωρητικότητας συνέχισε να ασκεί πιέσεις στις τιμές.

Συνολικά, ο μέσος ναύλος στη spot αγορά στα 174k cbm μειώθηκε κατά 21% σε εβδομαδιαία βάση, στα 41.500 δολάρια την ημέρα.

Αγοραπωλησίες

Στις αγοραπωλησίες στα product tankers η Benetech πούλησε το ιαπωνικής κατασκευής «Arsos M» (45.737 dwt, κατασκευής 2004), έναντι 16 εκατ. δολαρίων.

Οι τιμές των μεταχειρισμένων δεξαμενόπλοιων έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες εβδομάδες, αν και παραμένουν σταθερές σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους.

Ο δείκτης τιμών μεταχειρισμένων δεξαμενόπλοιων έχει υποχωρήσει 4% από τα τέλη Σεπτεμβρίου και 5% από την πρόσφατη κορύφωσή του τον Αύγουστο, αν και ο δείκτης παραμένει υψηλότερος απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε σημείο μεταξύ της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και των μέσων του 2024.