Επιβαρύνσεις στο κόστος λειτουργίας της ακτοπλοΐας αλλά και της ναυτιλίας μικρών αποστάσεων φέρνουν στη χώρα μας οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί. Επιβαρύνσεις που αργά ή γρήγορα θα έχουν αντίκτυπο στις τιμές των εισιτηρίων και των προϊόντων που διακινούνται με πλοία.
Και αν για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Ρύπων της Ε.Ε., που τέθηκε σε ισχύ φέτος, και για το FuelEU, που θα τεθεί σε ισχύ το 2025, η χώρα μας έχει πάρει εξαίρεση μέχρι το τέλος του 2029 (για την ακτοπλοΐα), δεν ισχύει το ίδιο για ακόμα έναν περίεργο στο άκουσμα όρο: «περιοχή ελέγχου εκπομπών ECA», με τον οποίο χαρακτηρίστηκε η Μεσόγειος.
Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι όλα τα πλοία που ταξιδεύουν στη Μεσόγειο Θάλασσα από τον Μάιο του 2025 θα πρέπει να χρησιμοποιούν καύσιμο με περιεκτικότητα σε θείο μέχρι 0,1%.
Η τιμή του οποίου, όπως ανέφεραν άνθρωποι της ακτοπλοΐας στη «Ν», είναι περίπου 140 δολάρια πιο ακριβό σήμερα από το VLSFO, το οποίο έχει περιεκτικότητα σε θείο 0,5% και η τιμή του στο λιμάνι του Πειραιά είναι κατά μέσο όρο στα 650 δολάρια ο τόνος, περίπου.
Όσον αφορά την ελληνική ακτοπλοΐα, η χρήση του ULSFO θα είναι υποχρεωτική για όλα τα συμβατικά πλοία που δεν έχουν εγκαταστημένα scrubbers, τα οποία είναι συστήματα που «καθαρίζουν» το θείο, αλλά δεν είναι τοποθετημένα σε περισσότερα από έξι πλοία της ελληνικής ακτοπλοΐας.
Ο κανονισμός δεν αφορά τα ταχύπλοα, που χρησιμοποιούν gasoil, το οποίο έχει ήδη περιεκτικότητα στο 0,1%.
Οι περιοχές ECA
Παράλληλα, αναμένεται να ανεβάσει το κόστος και στα πλοία short sea (μικρών αποστάσεων) που εξυπηρετούν τις ανάγκες περιοχών της χώρας. Ειδικά όσον αφορά τον στόλο short sea, είναι ιδιαίτερα γερασμένος -κατά μέσο όρο-, και είναι δύσκολο να γίνουν επενδύσεις σε scrubbers.
Είναι οι περιοχές στις οποίες επιβάλλονται αυστηρότεροι έλεγχοι και προϋποθέσεις για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα πλοία. Αυτές οι προϋποθέσεις αφορούν τον έλεγχο των προαναφερόμενων ρυπαντών και οι απαιτήσεις και τα γεωγραφικά τους όρια καθορίζονται στο παράρτημα VI της MARPOL 1997.
Μέχρι στιγμής υπάρχουν τέσσερις Περιοχές Ελέγχου Εκπομπών (ECAs): η Βαλτική θάλασσα, η Βόρεια Θάλασσα, η Περιοχή Ελέγχου Εκπομπών της Βορείου Αμερικής και η αμερικανική ακτή της Καραϊβικής θάλασσας.
Όλες οι Περιοχές Ελέγχου Εκπομπών υπόκεινται σε αυξημένες απαιτήσεις για τα οξείδια του θείου, μόνο όμως για τις Περιοχές Ελέγχου Εκπομπών των ΗΠΑ υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις για οξείδια του αζώτου ή NOx.
VLSFO
Η τρέχουσα ζήτηση καυσίμων στη Μεσόγειο εκτιμάται σε περίπου 21,5 εκατ. τόνους, με >50% να αποτελείται από 0,5% VLSFO.
Τον Μάιο του επόμενου έτους, η ζήτηση για VLSFO στην περιοχή αναμένεται να μειωθεί. Σύμφωνα με στοιχεία της Marine and Energy Consulting Ltd, η ζήτηση για VLSFO θα μπορούσε να μειωθεί σε περίπου 6 εκατ. τόνους/έτος, με στροφή προς 0,1% MGO και ULSFO. Θεωρητικά, η ζήτηση HSFO θα πρέπει να παραμείνει σταθερή.
Κόστος
Ωστόσο, με ορισμένα συστήματα καθαρισμού να μην μπορούν να «καθαρίσουν» το HSFO στο 0,1%, μένει να δούμε πόσοι πλοιοκτήτες θα αναγκαστούν να στραφούν σε άλλες ποιότητες, υπογραμμίζουν οι Gibsons.
Συνεπώς, τα πλοία που δραστηριοποιούνται στην περιοχή θα αντιμετωπίσουν υψηλότερο κόστος, εκτός αν χρησιμοποιούν σύστημα καθαρισμού.
Για το έτος μέχρι σήμερα, στο Γιβραλτάρ το 0,1% MGO έχει κατά μέσο όρο 798 δολ. ο τόνος, έναντι 590 δολ. ο τόνος για το VLSFO (+35%).
Η ζήτηση καυσίμων στην περιοχή θα επηρεαστεί επίσης (αν και σε μικρότερο βαθμό) από την επερχόμενη νομοθεσία FuelEU, η οποία επιβάλλει τη μείωση κατά 2% της έντασης των αερίων του θερμοκηπίου (GHG) από την 1η Ιανουαρίου 2025.
Ενώ ο αρχικός αντίκτυπος θα είναι μικρός, κάποια ζήτηση θα μετατοπιστεί από τα συμβατικά καύσιμα σε πιο πράσινες εναλλακτικές λύσεις, καταλήγουν οι Gibsons.
ECA η Μεσόγειος Θάλασσα από 1/5/2025
Από την 1η Μαΐου 2025, ολόκληρη η Μεσόγειος Θάλασσα θα καταστεί ECA, με τη μέγιστη περιεκτικότητα σε θείο των καυσίμων των πλοίων να μειώνεται από 0,5% σε 0,1%, εκτός εάν είναι εφοδιασμένα με σύστημα καθαρισμού καυσαερίων (scrubber) ικανό να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του θείου σε αυτό το επίπεδο.
Μετά τις προηγούμενες εισαγωγές ECA και τον ΙΜΟ2020, τα διυλιστήρια και οι προμηθευτές καυσίμων έδειξαν ότι μπορούν να προσαρμοστούν στις απαραίτητες αλλαγές στη ζήτηση, ωστόσο θα υπάρξουν επιπτώσεις, τόσο στις τιμές των καυσίμων όσο και στις ροές εμπορευμάτων εντός και εκτός της περιοχής, σημειώνουν σε ανάλυσή τους οι Gibsons.