Την εκτίμηση ότι οι ελληνικές τράπεζες θα ξεπεράσουν τις ξένες στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση κάνει σε ανάλυσή του για τη «Ν» ο Τεντ Πετρόπουλος, επικεφαλής της Petrofin Research.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Πετρόπουλος, «ο κλάδος της χρηματοδότησης από τις ελληνικές τράπεζες εισέρχεται σε μια νέα φάση, όπου η τραπεζική ζήτηση για δάνεια και ο ανταγωνισμός θα καταστούν εντονότερα, ειδικά για πελάτες κορυφαίας κατηγορίας.
Παρά τα ανωτέρω, όμως, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν πλήρως δεσμευμένες στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση και αναμένεται να ξεπεράσουν τις χρηματοδοτήσεις από μη ελληνικές τράπεζες το 2024».
Σύμφωνα με την Petrofin, ένα βασικό χαρακτηριστικό του 2023 ήταν η αυξημένη κίνηση των συμφωνιών πώλησης και επαναμίσθωσης (SLB), καθώς και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για δανεισμό της ναυτιλίας από επενδυτικά ταμεία.
Τέτοιου είδους πάροχοι προσφέρουν συνήθως ανταγωνιστικές τιμές και τις περισσότερες φορές υψηλότερο LTV, καθώς και μεγαλύτερους χρόνους αποπληρωμής, που οι Έλληνες πλοιοκτήτες θεώρησαν ελκυστικό παράγοντα.
Ομολογουμένως, οι πωλήσεις και επαναμισθώσεις (SLB) ήταν πιο διαδεδομένες μεταξύ των εισηγμένων εταιρειών ή και των μεγάλων πλοιοκτητών, οι οποίοι αναζητούσαν την ευκαιρία να αποδεσμεύσουν κεφάλαια όπου χρειαζόταν ή να χρηματοδοτήσουν νέες εξαγορές ή νέες ναυπηγήσεις χρησιμοποιώντας μικρότερα δικά τους κεφάλαια.
Αυτός ο ανταγωνισμός έγινε έντονος και στέρησε από τις ναυτιλιακές τράπεζες την ευκαιρία να συνάψουν περισσότερες δανειακές συμβάσεις.
Εξαίρεση στον κανόνα αποτέλεσαν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες κατάφεραν να αναπτυχθούν, παρά τον ανταγωνισμό από τη δραστηριότητα πωλήσεων και επαναμισθώσων (SLB), φτάνοντας το 2023 τα 15,8 δισ. δολάρια, έναντι των 14,08 δισ. δολαρίων του 2022.
Το πλεονέκτημα των ελληνικών τραπεζών έγκειται στις μακροχρόνιες στενές σχέσεις τους με Έλληνες πελάτες – πλοιοκτήτες, καθώς και στα οφέλη που αποκομίζουν από βοηθητικές υπηρεσίες.
Επιπλέον, καθώς βελτιώθηκε η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και των τραπεζών της, τα περιθώρια δανειοδοτήσεων έγιναν πιο ανταγωνιστικά και οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν σημαντική αύξηση στις καταθέσεις τους από πελάτες του χώρου της ναυτιλίας.
Χωρίς να αυξήσουν συνολικά τα δάνεια τύπου LTV, οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να αναπτυχθούν κατά 12,25% το 2023 και να παρουσιάσουν το υψηλότερο επίπεδο μη αναληφθέντων δεσμεύσεων στο τέλος του έτους κατά 60,83%, σε ετήσια βάση. Από το 2016, μάλιστα, τα δάνεια των ελληνικών τραπεζών σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Η αγορά
Ένα ζήτημα που αντιμετώπισαν οι πλοιοκτήτες ήταν τα υψηλά επιτόκια, πράγμα που δυσχέρανε τις ταμειακές ροές καθιστώντας τες ανεπαρκείς για να δικαιολογήσουν τις αγορές πλοίων, εκτός εάν οι ιδιοκτήτες συμπεριλάμβαναν και έναν κερδοσκοπικό παράγοντα «ελπίδας» για πιθανώς υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον.
Οι παραπάνω συνθήκες στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση δεν ήταν καθόλου ιδανικές το 2023, καθώς οι τράπεζες έπρεπε να περιορίσουν αναλόγως τα δάνεια τύπου LTV (ύψος δανείου έναντι αξίας περιουσιακών στοιχείων).
Η ροή των τραπεζικών συναλλαγών βελτιώθηκε καθώς προχωρούσε το έτος και καθώς οι ιδιοκτήτες απέκτησαν μεγαλύτερη σιγουριά για τη βελτίωση των μελλοντικών συνθηκών της αγοράς την περίοδο 2024-2025.
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες πραγματοποίησαν 226 αγοραπωλησίες το 2023, έναντι 292 το 2022, αλλά το συνολικό DWT παρέμεινε ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα, των 2,4 εκατ. DWT (Clarkson’s Shipping Intelligence).
Το ενδιαφέρον των Ελλήνων αγοραστών πλοίων εστιάστηκε όλο και περισσότερο στα νεότευκτα, με αποτέλεσμα οι εναπομείνασες θέσεις ναυπήγησης νεότευκτων στην Άπω Ανατολή να καλυφθούν σύντομα.
Ωστόσο, αυτό δεν επηρέασε τα τραπεζικά δάνεια, καθώς οι παραδόσεις θα γίνουν εντός των επόμενων 2-3 ετών και οι οικονομικές προοπτικές, όπως και η αναμενόμενη υψηλότερη απόσυρση πλοίων, προσέφεραν ένα πολλά υποσχόμενο ισοζύγιο κινδύνου/απόδοσης.
Μέχρι το τέλος του 2023, οι Έλληνες πλοιοκτήτες είχαν συγκεντρώσει σημαντική ρευστότητα. Κάποιοι από αυτούς τη χρησιμοποίησαν για να προβούν σε νέες παραγγελίες, ενώ πολλοί άλλοι τη χρησιμοποίησαν για να μειώσουν τα «ακριβά» τραπεζικά τους δάνεια.
Ως εκ τούτου, οι τράπεζες διαπίστωσαν πως, παρότι ο όγκος των δανείων είχε αυξηθεί το 2023, δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τα χαρτοφυλάκια των δανείων τους, λόγω των προπληρωμών και των αποσβέσεων.
Συνολικά, η τελευταία έρευνα της Petrofin Bank έδειξε ότι τα δάνεια των Ελλήνων πλοιοκτητών μειώθηκαν κατά 2%, στα 50.891 εκατ. δολάρια, με τον δείκτη Petrofin για τη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας να μειώνεται στις 308 μονάδες το 2023 από 314 μονάδες το 2022 και τις 443 μονάδες που βρισκόταν στο αποκορύφωμά του το 2008.
Η μακροπρόθεσμη μείωση οφείλεται κυρίως στην έξοδο των μεγάλων τραπεζών από τη δανειοδότηση πλοίων τα τελευταία χρόνια, κυρίως στην Ευρώπη, καθώς επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο σε δανειοδοτήσεις που δεν βασίζονται σε περιουσιακά στοιχεία, όπως και σε δανεισμό πιο κοντά στην έδρα τους.
Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η τάση έχει πιθανώς ολοκληρώσει τη δυναμική της, καθώς πάνω από το 80% των υφιστάμενων τραπεζών, σύμφωνα με την Petrofin Research, εμφανίζονται να έχουν τόσο την προθυμία όσο και την ικανότητα να αναπτύξουν τα χαρτοφυλάκιά τους.
Στην κορυφή
Στις πρώτες θέσεις δεν υπήρξε καμία αλλαγή, με την UBS (Credit Suisse) να εξακολουθεί να είναι η πρώτη μεταξύ όλων των τραπεζών, και την Eurobank στην κορυφή των ελληνικών τραπεζών. Με την αποχώρηση της HSBC από την Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτο ότι ο αριθμός των διεθνών τραπεζών με ελληνική παρουσία μειώθηκε στις έξι, από τις συνολικά 11 που ήταν το 2015.
Με τις πολύ βελτιωμένες ηλεκτρονικές επικοινωνίες, οι τράπεζες επικεντρώθηκαν κατά ενδιαφέροντα τρόπο στη μείωση της διεθνούς παρουσίας τους και του κόστους, φέρνοντας τις «δουλειές» τους πιο κοντά στην Ελλάδα – και αυτός είναι ένας λόγος για την πτώση που παρατηρήθηκε.
Είναι πιθανόν, λόγω της βελτιωμένης οικονομίας της Ελλάδας και της υψηλότερης πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, καθώς και της εξαιρετικής απόδοσης της ναυτιλίας, η ελληνική ναυτιλία να μπορέσει να «δελεάσει» ορισμένες από τις τράπεζες που αποχώρησαν να επιστρέψουν στο διεθνές πεδίο μέσω γραφείων αντιπροσωπείας, αφού αυτό βοηθά πάντα το μάρκετινγκ.
Η ναυτιλιακή χρηματοδότηση στην Άπω Ανατολή παρουσίασε ικανοποιητική ανάπτυξη ειδικά μέσω δανείων για πώληση και επαναμίσθωση (SLB), των οποίων η αξία δεν είναι επακριβώς γνωστή.
Ωστόσο, οι περισσότερες μεγάλες ιαπωνικές, κινεζικές και κορεατικές τράπεζες ασχολούνται με τη χρηματοδότηση πλοίων διμερώς ή μέσω SLB, με αυξανόμενο ενδιαφέρον για Έλληνες πελάτες.
Η τραπεζική χρηματοδότηση για νέες ναυπηγήσεις έχει επίσης αυξηθεί κατά 14,2% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας το ανανεωμένο ενδιαφέρον των Ελλήνων πλοιοκτητών για νεότευκτα πλοία, τόσο με σχεδιασμό διπλού καυσίμου όσο και με τους πιο πρόσφατους οικολογικούς κινητήρες IMO Tier III.
Όσον αφορά τη σύναψη κοινοπραξιών, η περσινή ήταν μια δύσκολη χρονιά για τις περισσότερες τράπεζες, με εξαίρεση την BNP Paribas που παρουσίασε ετήσια αύξηση κατά 287%.
Η δραστηριότητα της κεφαλαιαγοράς το 2023 ήταν υποτονική σε όλο το φάσμα της, με τις ναυτιλιακές δημόσιες εγγραφές και τα ναυτιλιακά ομόλογα να παρουσιάζουν πτώση, ειδικά σε σύγκριση με το 2022.
Οι συνθήκες άντλησης κεφαλαίων το 2023 δεν ήταν υποστηρικτικές. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι η σκανδιναβική επενδυτική αγορά παρέμεινε ισχυρή με αρκετές ναυτιλιακές επενδύσεις και υψηλή επενδυτική διάθεση.
Για να αυξηθεί η δανειοδότηση πλοίων, ο όγκος των πωλήσεων μεταχειρισμένων πλοίων πρέπει επίσης να αυξηθεί, ωστόσο, λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας υποψήφιων σκαφών προς πώληση, η δραστηριότητα αγοραπωλησιών από τους Έλληνες παραμένει παρόμοια με το 2023.
Επομένως -εκτός εάν οι πωλήσεις πλοίων αυξηθούν σύντομα-, είναι δυνατόν ο όγκος της χρηματοδότησης των πλοίων να μην αυξηθεί, παρά την αυξημένη δανειοδοτική διάθεση πολλών τραπεζών. Επίσης, οι παραδόσεις νέων ναυπηγήσεων το 2024 δεν είναι αισθητά υψηλότερες από το 2023 και αναμένεται να παρουσιάσουν αύξηση μόνο από το 2025 και μετά.
Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί από πού μπορεί να προκύψει η αύξηση των δανειοδοτήσεων.
Οι προσδοκίες για μείωση επιτοκίων και ο ανταγωνισμός
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες παραμένουν εξαιρετικά αισιόδοξοι για τις προοπτικές των ναυτιλιακών αγορών. Αυτό γίνεται εμφανές από τον ανταγωνισμό για πλοία (ιδιαίτερα τα σύγχρονα οικολογικά πλοία) που βγαίνουν προς πώληση, καθώς και από την αναζήτηση ναυπηγικών θέσεων για νεότευκτα, διαδικασία που τώρα εκτείνεται μέχρι την περίοδο 2027-2028.
Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αβεβαιότητα, πιστεύεται ευρέως ότι οι αυξήσεις στο τονομίλι, ως αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων, δεν θα υποχωρήσουν σύντομα.
Επιπλέον, υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα τα επιτόκια των ΗΠΑ θα αρχίσουν να μειώνονται και ότι οι ταμειακές ροές θα βελτιωθούν.
Και είναι ακριβώς αυτή η πεποίθηση μαζί με τη χαμηλή ναυπηγική διαθεσιμότητα για νεότευκτα που οδήγησε σε μέση αύξηση κατά 3% στις τιμές των δεξαμενόπλοιων, κατά 8% στις τιμές πλοίων ξηρού φορτίου και κατά 12% στις τιμές των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων τους πρώτους μήνες του 2024.
Συνολικά, ο δείκτης τιμών του οίκου Clarkson για μεταχειρισμένα πλοία παρουσιάζει αύξηση κατά 10% τους τρεις πρώτους μήνες του έτους.
Πιο ελκυστικοί όροι
Ο ανταγωνισμός από μη τραπεζικές πηγές δανεισμού παραμένει υψηλός, ειδικά καθώς και οι δύο άλλες μορφές δανειοδότησης εξακολουθούν να βρίσκονται σταθερά σε περίπου 60% μέσω LTV, ενώ μέσω SLB στο 70% ή περισσότερο.
Αναμένεται ότι μόλις μειωθούν τα επιτόκια, η ελκυστικότητα της δανειοδότησης μέσω SLB ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω, εκτός εάν οι τράπεζες αποφασίσουν να προσφέρουν πιο ανταγωνιστικούς όρους.
Ένας τομέας στον οποίο οι τράπεζες έχουν προσφέρει πιο ανταγωνιστικούς όρους είναι τα περιθώρια δανείων και οι προμήθειες ρύθμισης, όπου για μεσαίου μεγέθους πελάτες τα περιθώρια έχουν μειωθεί στο 2,5% του επιτοκίου SOFR ή χαμηλότερα.
Ειδικότερα, οι ελληνικές τράπεζες επιθυμούν να προσφέρουν ακόμη χαμηλότερα περιθώρια, όπου τα δάνεια μέσω LTV είναι χαμηλότερα.
Αυτό που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόσθετους όγκους τραπεζικών δανείων είναι η χρηματοδότηση εξαγορών και συγχωνεύσεων μεταξύ εισηγμένων εταιρειών.
Η έκπτωση της τιμής της μετοχής έναντι της λογιστικής αξίας των ναυτιλιακών μετοχών έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών αγοραστών, π.χ. των Star Bulk, Economou και άλλων. Εδώ, οι τράπεζες μπορεί να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο, ειδικά όταν η προσφορά γίνεται ολικώς ή μερικώς μέσω μετρητών.
Εκεί που οι τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο είναι τα πλοία νέας τεχνολογίας και μειωμένων εκπομπών. Καθώς οι τράπεζες ενδιαφέρονται να χρηματοδοτήσουν πλοία χαμηλών εκπομπών, σύμφωνα με την πολιτική ESG και τις αρχές της πρωτοβουλίας Poseidon, αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά.
Οι τράπεζες ήταν προσεκτικές στον δανεισμό τους και δεν αναμένεται ότι η περαιτέρω ενίσχυση των οικονομικών και της ρευστότητας των πελατών τους θα τις οδηγήσει να γίνουν επιθετικές.
Αναμένεται, όμως, ότι θα είναι σε θέση να ανταγωνίζονται πιο αποτελεσματικά στο μέλλον και να προσφέρουν πιο ελκυστικούς όρους.
Οι τράπεζες έχουν το πλεονέκτημα να απολαμβάνουν πρόσθετα έσοδα που δεν σχετίζονται με δάνεια, από ακυρωτικές υπηρεσίες, και τα οποία αναμένεται να αυξηθούν. Επιπλέον, η επενδυτική τραπεζική αναμένεται να αναπτυχθεί περαιτέρω το 2024.
Ένα σημείο ανησυχίας έγκειται στις νέες κατευθυντήριες γραμμές του εποπτικού πλαισίου Βασιλεία IV, οι οποίες θα τεθούν σε ισχύ το 2025, σύμφωνα με τις οποίες η χρηματοδότηση περιουσιακών στοιχείων, όπως η ναυτιλία, ενδέχεται να απαιτεί υψηλότερα κεφάλαια για κάθε δάνειο.
Οι χρηματιστηριακές αγορές ανακάμπτουν και αναμένεται να είναι πιο ενεργές το 2024 και το ίδιο ισχύει και για τη σκανδιναβική αγορά.
Οι συμφωνίες εκ μέρους συνδικάτων και συλλόγων αναμένεται επίσης να σημειώσουν πρόοδο το 2024 για αναχρηματοδοτήσεις μεγάλης κλίμακας και χρηματοδότηση νέων ναυπηγήσεων.