Τη στρατηγική σημασία του ναυτιλιακού cluster της χώρας μας αναδεικνύει μέσα από την ετήσια έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει σχεδόν το 1/6 της παγκόσμιας χωρητικότητας και η διαχείριση μεγάλου τμήματός του πραγματοποιείται από την Ελλάδα, που είναι το μεγαλύτερο κέντρο πλοιοδιαχείρισης στον κόσμο.
Ειδικότερα, ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει πάνω από το 17% του παγκόσμιου στόλου (σε όρους χωρητικότητας – dwt), γεγονός που τον κατατάσσει στην πρώτη θέση.
Ωστόσο, μόνο το 13% του ελληνόκτητου στόλου είναι νηολογημένο υπό ελληνική σημαία, αν και η διαχείριση σημαντικού μέρους αυτού πραγματοποιείται από την Ελλάδα.
Ουσιαστικά, η διαχείριση πλοίων αποτελεί τη βασική λειτουργία της ελληνικής ναυτιλιακής επιχειρηματικότητας, γύρω από την οποία δομούνται ποικίλες υποστηρικτικές και λοιπές δραστηριότητες, επισημαίνει στην έκθεσή του ο κ. Στουρνάρας.
«Η ελληνική ναυτιλία -ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία των ιστορικών αλλαγών σε όρους κανονιστικού πλαισίου, καυσίμων, γεωπολιτικής αστάθειας και μετατόπισης του παγκόσμιου εμπορίου- μπορεί να ωφεληθεί από την επιτυχή λειτουργία ενός δυναμικού ναυτιλιακού cluster. Σε εθνικό επίπεδο, κάτι τέτοιο μπορεί να έχει θετικές συνέπειες στο ελληνικό νηολόγιο (προώθηση της ελληνικής σημαίας), ενώ μια εθνική πολιτική ενδέχεται να υιοθετηθεί ευκολότερα σε επίπεδο cluster παρά σε επίπεδο μεμονωμένης επιχείρησης, στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο στην προώθηση “πράσινων” λύσεων για τη ναυτιλία», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Προκειμένου να καταδειχθεί η σπουδαιότητα αυτής της δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, αξίζει να αναφερθεί ότι, σε όρους ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές, οι οποίες το 2022 ανήλθαν στο ιστορικά υψηλό επίπεδο των 21 δισ. ευρώ, την τελευταία πενταετία (2019-2023) αντιστοιχούσαν σε πάνω από το 42% των συνολικών εισπράξεων από υπηρεσίες και στο 21% των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Πρόσφατη μελέτη εκτίμησε τη συνολική επίδραση της ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ στο 7,9% (μέσος όρος περιόδου 2018-2021).
Ωστόσο, πάνω από το 60% των άμεσων εισροών στον κλάδο των υπηρεσιών πλωτών (θαλάσσιων) μεταφορών στη χώρα μας είναι εισαγόμενες, ενώ το υπόλοιπο είναι εγχώριες.
Η κύρια εισροή, τόσο εισαγόμενη όσο και εγχώρια, είναι ενδοκλαδική, ενώ η δεύτερη σημαντικότερη συνδέεται με τον κλάδο των καυσίμων. Η ενδεχόμενη αντικατάσταση των εισαγομένων από εγχωρίως παραγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του αποτυπώματος της ελληνικής ναυτιλίας στην οικονομία, καθώς θα περιοριστεί η αξία των εισαγωγών του κλάδου, ενώ παράλληλα δημιουργούνται οι προοπτικές για την ενίσχυση των εξαγωγών των εταιρειών μιας ναυτιλιακής συστάδας.
Ο ρόλος των clusters
Τα ναυτιλιακά clusters μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά σημαντικά για τον κλάδο και την εθνική/περιφερειακή οικονομία.
Για παράδειγμα, στην Ολλανδία η συνολική αξία παραγωγής του ναυτιλιακού cluster το 2017 ήταν περίπου 55,1 δισ. ευρώ και παρείχε απασχόληση σε 260.000 άτομα, ενώ ταυτόχρονα πολλοί προμηθευτές συναφών προϊόντων και υπηρεσιών προέρχονταν από το ίδιο cluster και πάνω από το ήμισυ των δαπανών των επιχειρήσεων δαπανήθηκαν εντός αυτού.
Το μεγαλύτερο ναυτιλιακό cluster στην Ελλάδα είναι το Maritime Hellas, που ιδρύθηκε από το Ναυτικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά. Σήμερα αριθμεί 234 μέλη (στοιχεία 2023) και οργανώνεται μέσα από επτά κατηγορίες δραστηριοποίησης, συγκεκριμένα: α) εταιρείες διαχείρισης εμπορικών πλοίων, β) ναυτιλιακή τεχνολογία, έρευνα και εκπαίδευση, γ) ναυτιλιακή βιομηχανία και εμπόριο, δ) θαλάσσιος τουρισμός, ε) ναυτική παράδοση και ναυταθλητισμός, στ) διοικητικές υπηρεσίες-υπηρεσίες στη ναυτιλία, ζ) διαχείριση εφοδιαστικών δικτύων και διαμεταφορείς και φιλοδοξεί την είσοδο σε τρεις νέες αγορές: την κατασκευή ναυτιλιακού εξοπλισμού, τη δημιουργία πράσινων ναυπηγείων και τις πράσινες διαλύσεις πλοίων.
Η παράλληλη ανάπτυξη μιας ικανής μάζας ετερογενών επιχειρήσεων, μέσα από την αξιοποίηση των συνεργειών και του υγιούς ανταγωνισμού, βρίσκεται στο επίκεντρο της επιχειρηματικής συστάδας. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο, σε αντίθεση με την κάθε μεμονωμένη επιχείρηση, μπορεί να ωφεληθεί από ευνοϊκότερη και ταχύτερη πρόσβαση σε πόρους και πηγές χρηματοδότησης, ενώ οι συνέργειες μεταξύ ετερογενών επιχειρήσεων βοηθούν να ξεπεραστούν ευκολότερα δυσκολίες που προκύπτουν από το εξωτερικό περιβάλλον, κι αυτό επειδή τα χαρακτηριστικά μιας ομάδας μελών του cluster μπορούν να στηρίξουν και να καλύψουν τυχόν αδυναμίες άλλων.
Ωστόσο, η επιτυχία ενός cluster δεν εναπόκειται μόνο στην προθυμία των μελών του. Προς τούτο, επισημαίνεται στην έκθεση, συμβάλλουν τρεις κρίσιμοι παράγοντες:
- Η στήριξη των περιφερειακών/εθνικών αρχών, με τη θέσπιση ενός πλαισίου μέσα στο οποίο θα μπορέσει ένα cluster να αναπτυχθεί, π.χ. με τη δημιουργία κινήτρων ή την ένταξη σε περιφερειακά επενδυτικά σχέδια.
- Η συνδρομή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων/ερευνητικών κέντρων της συστάδας, που συμβάλλουν από την πλευρά τους στην κατάρτιση και στελέχωση των επιχειρήσεων με εξειδικευμένο δυναμικό, στην προώθηση της έρευνας και τελικά στην υιοθέτηση της καινοτομίας, που αποτελεί το ζητούμενο.
- Η ύπαρξη σαφούς δομής. Ειδικότερα, ένα cluster, για να λειτουργήσει και να επιτύχει, θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένας αυτούσιος οργανισμός, με μέλη που μοιράζονται κοινούς στόχους και είναι πρόθυμα να προωθήσουν ένα δίκτυο γνώσης προς όφελος όλων.
Ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων
Σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ένα ναυτιλιακό cluster μπορεί να περιλαμβάνει στους κόλπους του επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αμιγώς θαλάσσιες δραστηριότητες (αλιεία ή μεταφορά προσώπων και φορτίων διά θαλάσσης), καθώς και ένα ευρύ σύνολο άλλων δραστηριοτήτων, όπως υπηρεσίες λιμένος, εφοπλισμού, logistics, ναυτασφαλίσεων κ.ά., ναυπηγεία, δραστηριότητες ναυταθλητισμού και αναψυχής, υπηρεσίες μεταφορών, ενέργειας, έρευνας και καινοτομίας για τη ναυτιλία, ναυτιλιακή χρηματοδότηση, νομικές υπηρεσίες, εκπαίδευση και κατάρτιση.