Οι γεωπολιτικές συνθήκες, μία ενδεχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, πιθανές επιπλοκές στον ΟΠΕΚ και ο «σκοτεινός» στόλος θα μπορούσαν να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ανοδικού ράλι των tankers.
«Με την έλευση του νέου έτους, η αγορά εμφανίζει υγεία, με τα έσοδα σε όλα τα μεγέθη να διαμορφώνονται σε θετικά επίπεδα» αναφέρει στο πρώτο εβδομαδιαίο report για το 2024 ο ναυλομεσιτικός οίκος BRS Shipbrokers.
Ωστόσο, συνεχίζουν οι αναλυτές, υπάρχει η υποψία ότι η περαιτέρω ανάκαμψη θα ανακοπεί από απρόσμενες δυσάρεστες εξελίξεις.
Γεωπολιτικές εξελίξεις
Οι αναλυτές της BRS επισημαίνουν πως ο μεγαλύτερος γεωπολιτικός κίνδυνος για την αγορά θα ερχόταν από την περαιτέρω ανάφλεξη της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
«Για παράδειγμα, εάν το Ιράν εισερχόταν στην εξίσωση, το επίκεντρο της διαμάχης θα μεταφερόταν στα Στενά του Ορμούζ. Οποιαδήποτε απενεργοποίηση αυτού του σημείου θα έθετε σε κίνδυνο τα σχεδόν 17 εκατ. βαρέλια την ημέρα αργού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων που εξάγονται από τον Κόλπο της Μέσης Ανατολής» εξηγεί η BRS.
«Ελλείψει των βαρελιών από τη Μέση Ανατολή, η ζήτηση και το κόστος φόρτωσης αργού και προϊόντων αυτού από άλλες περιοχές θα αυξάνονταν. Έτσι, πιθανότατα θα βλέπαμε διύλιση περισσότερου πετρελαίου της λεκάνης του Ατλαντικού στην Ασία και περισσότερα προϊόντα πετρελαίου να κατευθύνονται από την Ασία στον Ατλαντικό, προσθέτοντας τονο-μίλια στα ταξίδια των πλοίων, τα οποία, όμως, δεν θα ήταν αρκετά για να αντικαταστήσουν τα χαμένα από τη Μέση Ανατολή» σημειώνει η BRS.
«Σύννεφα» ύφεσης
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται, αλλά ότι η οικονομία δεν θα έχει κάποια απότομη πτώση. Ωστόσο, η BRS εκτιμά ότι η ισορροπία του ρίσκου γέρνει ισχυρά προς την κάθοδο.
«Οι σημαντικοί κίνδυνοι για το 2024 συμπεριλαμβάνουν την αποτυχία των κεντρικών τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκια, εν μέσω του ανθεκτικού υψηλού πληθωρισμού, τη μη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ή ένα ακόμη οικονομικό σοκ», τονίζουν οι αναλυτές.
Εξετάζοντας περιοχές-«κλειδιά» για την αγορά, η BRS υπογραμμίζει πως όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Κίνα, δεδομένου ότι αντιστοιχεί στο 50% της παγκόσμιας ζήτησης για το τρέχον έτος.
Οι αναλυτές εντοπίζουν δύο ρίσκα στα ενδότερα της ασιατικής χώρας: Πρώτον, την επιδείνωση των σχέσεων Πεκίνο – Ουάσιγκτον με επίκεντρο την Ταϊβάν και, δεύτερον, την ενίσχυση των τρεχουσών διαταραχών στον κλάδο ακινήτων της χώρας.
«Άγνωστος Χ» ο ΟΠΕΚ+
Στο βασικό σενάριο για την πορεία της αγοράς φέτος, η BRS εκτιμά ότι o OΠΕΚ+ θα πρέπει να αλλάξει τακτική για να υπερασπιστεί τα μερίδιά του στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, τα οποία πέρυσι υποχώρησαν σχεδόν 2% σε ετήσια βάση. «Αν, όμως, αντιθέτως, συνέχιζαν να υπερασπίζονται τις τιμές, αυτό θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά», σημειώνεται σχετικά.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές, μία τέτοια εξέλιξη θα είχε αποτέλεσμα λιγότερες ποσότητες πετρελαίου στη θάλασσα. «Όχι μόνο θα περιοριζόταν η παγκόσμια ζήτηση για tankers, αλλά θα αυξάνονταν και οι τιμές του πετρελαίου, διογκώνοντας περαιτέρω τα λειτουργικά έξοδα των πλοίων», επισημαίνουν.
«Όπως με κάθε απειλή στην κυκλοφορία στα Στενά του Ορμούζ, οποιαδήποτε μεταβολή στην πολιτική του ΟΠΕΚ+, θα επηρέαζε άμεσα τα υπερ-δεξαμενόπλοια (VLCCs), καθώς όχι μόνο καταναλώνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες καυσίμου, αλλά είναι υπεύθυνα και για την πλειοψηφία των φορτίων αργού από τη Μέση Ανατολή. Γενικά, μία υποαπόδοση των εν λόγω πλοίων θα σύρει προς τα κάτω ολόκληρο τον στόλο των tankers», συμπληρώνουν.
«Σκοτεινός» στόλος
Τέλος, η BRS παραθέτει τον κίνδυνο που απορρέει από τον «σκοτεινό» στόλο. Στις 11 Δεκεμβρίου 2023, ο οίκος εντόπιζε 204 tankers ιδιωτικών συμφερόντων που εκτελούσαν αποκλειστικά ταξίδια που επιφέρουν κυρώσεις (εξαιρουμένων όσων μετέφεραν ρωσικά φορτία).
«Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η μέση ηλικία αυτών των πλοίων είναι τα 21 έτη, ενώ οι πιστοποιήσεις και το ασφαλιστικό status αυτών είναι ασαφή, θεωρούμε ότι αυτά είναι και τα πιο επικίνδυνα από περιβαλλοντικής και κανονιστικής σκοπιάς», σημειώνει η BRS.
Παρότι ένα πιθανό ατύχημα θα έθετε εκτός αγοράς την πλειοψηφία αυτού του «σκοτεινού» στόλου, επιφέροντας υψηλότερα ναύλα για τα mainstream tankers βραχυπρόθεσμα, θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά μακροπρόθεσμα.
«Θα οδηγούσε σε εξονυχιστικούς ελέγχους στα πλοία, σε μία περίοδο, κατά την οποία η αγορά επιδιώκει την ενεργειακή μετάβαση. Αυτοί οι έλεγχοι θα καθιστούσαν δυσκολότερη τη συγκέντρωση κεφαλαίου από τις εταιρείες για τη χρηματοδότηση νέων πλοίων, ενώ ενδεχομένως θα αύξανε περαιτέρω τις ήδη υψηλές κανονιστικές δαπάνες για πλοιοκτήτες και operators», καταλήγει η BRS.