Εκτοξεύτηκαν φέτος οι συμφωνίες ναυπήγησης υπερδεξαμενόπλοιων (VLCCs), με τους Έλληνες πλοιοκτήτες να είναι υπεύθυνοι περίπου για το ένα τρίτο αυτών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ναυλομεσιτικού οίκου Braemar, μέχρι τώρα το 2023 έχουν τεθεί υπό παραγγελία 21 VLCCs, την ώρα που στο σύνολο του 2022 είχαν υπογραφεί συμβόλαια ναυπήγησης μόλις δύο πλοίων αυτού του τύπου.
Τα στοιχεία φανερώνουν πως συνολικά επτά από αυτά τα 23 υπό παραγγελία tankers, ήτοι το 30,43% των deals, αφορούν Έλληνες πλοιοκτήτες.
Η μερίδα του λέοντος, και συγκεκριμένα έξι εξ αυτών των VLCCs, τοποθετήθηκε σε ναυπηγεία της Κίνας από την Dynacom Tankers του Γιώργου Προκοπίου. Τέσσερα πλοία εξασφάλισε ο όμιλος New Times Shipbuilding και δύο το Dalian Shipbuilding.
Σημειώνεται ότι ο όμιλος του κ. Προκοπίου υλοποιεί ένα διευρυμένο ναυπηγικό πρόγραμμα με πλοία όλων των βασικών τύπων δραστηριοποίησής του.
Παράλληλα, η έκθεση της Braemar θέτει στο προσκήνιο και μία παραγγελία που έχει περάσει «κάτω από τα ραντάρ» των ναυλομεσιτικών οίκων. Ειδικότερα, η εταιρεία συνδέει τη Samos Steamship, συμφερόντων της οικογένειας Ιγγλέση, με τη ναυπήγηση ενός VLCC στο ιαπωνικό ναυπηγείο JMU Corp. Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν πάντως πως η συμφωνία για το πλοίο υπεγράφη στο τέλος του 2022.
Η ελληνική ναυτιλιακή είναι αρκετά δραστήρια σε ναυπηγήσεις τα τελευταία χρόνια. Μόνο φέτος παρέλαβε τέσσερα νεότευκτα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Equasis, ενώ η ιστοσελίδα της αναφέρει πως έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2024 θα περάσουν υπό την κατοχή της δύο ακόμη, ένα capesize bulker και ένα aframax tanker, αμφότερα ιαπωνικής κατασκευής.
Γιατί παραγγέλνουν
Παρ’ όλες πάντως τις νέες συμφωνίες, το βιβλίο παραγγελιών των VLCCs παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, αντιστοιχώντας μόλις στο 2,45% του στόλου στο νερό, με βάση τα στοιχεία της Braemar.
Αυτό εκλαμβάνεται ως «bullish» στοιχείο για την πορεία της αγοράς τα επόμενα χρόνια, καθώς η ανάπτυξη του στόλου θα είναι μικρή και κατ’ επέκταση λιγότερο το διαθέσιμο προς ναύλωση τονάζ.
Παράλληλα, η μηνιαία ανάλυση του δανέζικου ινστιτούτου Danish Ship Finance, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες, υποδεικνύει ότι η ζήτηση για VLCCs αναμένεται να διογκωθεί κατά 6% το 2024.
Όπως επισημαίνεται, η Σαουδική Αραβία έχει ανακοινώσει πρόσθετες περικοπές στην παραγωγή κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Αυτές οι περικοπές αναμένεται να λήξουν έως το τέλος του 2023, αλλά ακόμη και τότε τόσο η ίδια η χώρα όσο και άλλα μέλη του ΟΠΕΚ έχουν στο πρόγραμμα εθελοντικές περικοπές για το 2024.
«Με την προϋπόθεση ότι αυτοί οι περιορισμοί θα διατηρηθούν, τα μέλη του ΟΠΕΚ στη Μέση Ανατολή (Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, ΗΑΕ, Ιράκ και Ιράν) μπορούν μόνο να προσθέσουν συνδυαστικά 300.000 βαρέλια την ημέρα στις εξαγωγές διά θαλάσσης του επόμενου έτους» σημειώνουν οι αναλυτές της Danish Ship Finance.
«Τα περισσότερα από αυτά τα βαρέλια μεταφέρονται με VLCCs και επί του παρόντος καλύπτουν το 40% των κινεζικών εισαγωγών αργού διά θαλάσσης. Το 2024 η Κίνα ενδέχεται να βασιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό σε άλλες πηγές για να καλύψει πλήρως την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης πετρελαίου κατά 600.000 βαρέλια την ημέρα. Εάν η Κίνα λάβει περισσότερα βαρέλια σε μακρινότερες διαδρομές από Βραζιλία και ΗΠΑ, τότε η αξιοποίηση του στόλου των VLCCs θα είναι μεγαλύτερη» καταλήγει η έκθεση.
Ενδιαφέρον για dual-fuel
Πηγές από τον χώρο των ναυπηγείων λένε στη «Ν» πως ορισμένοι Έλληνες πλοιοκτήτες συζητούν όλο και εντονότερα -ιδιαίτερα με κινεζικές γιάρδες- για παραγγελίες VLCCs, τα οποία θα είναι εξοπλισμένα με μηχανές διπλού καυσίμου (dual-fuel). Ωστόσο, δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε συμβόλαια, λόγω κόστους.
Ναυλομεσιτικές πηγές αναφέρουν ότι η τιμή παραγγελίας ενός dual-fuel VLCC στην Κίνα ανέρχεται μεταξύ 135-140 εκατ. δολαρίων.
Σύμφωνα με τον ναυλομεσιτικό οίκο Xclusiv Shipbrokers, η μέση τιμή κατασκευής ενός VLCC με συμβατικά καύσιμα αγγίζει τον φετινό Νοέμβριο τα 127,5 εκατ. δολάρια, ποσό αυξημένο κατά 6% σε ετήσια βάση.
Στην Κίνα το κόστος είναι χαμηλότερο, κινούμενο στο εύρος 115-120 εκατ. δολαρίων, αναφέρουν ναυλομεσίτες.
Έκθεση της Braemar υποδεικνύει ότι από τα 22 σήμερα υπό ναυπήγηση VLCCs, τα 10 (45,45%) θα διαθέτουν μηχανές διπλού καυσίμου.