ΈΝΑΝ «οδικό χάρτη» για την ορθή κατανομή των εσόδων από τους μηχανισμούς τιμολόγησης του άνθρακα στη διεθνή ναυτιλία, προκειμένου να επιτευχθεί μία ισότιμη «πράσινη» μετάβαση, εξέδωσε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αυτοί οι μηχανισμοί (φόρος, εμπορία ρύπων) μπορούν να αποφέρουν έσοδα ύψους έως και 3,7 τρισ. δολαρίων μέχρι το 2050.
Η νέα μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας δημοσιεύτηκε εν όψει της κρίσιμης συνεδρίασης της Επιτροπής Προστασίας του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (MEPC 80) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) το διάστημα 3-7 Ιουλίου. Η MEPC 80 αναμένεται να υιοθετήσει μία αναβαθμισμένη στρατηγική για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προωθώντας την εφαρμογή συγκεκριμένων μεσοπρόθεσμων μέτρων.
«Πολλά ναυτιλιακά στελέχη τάσσονται υπέρ της υιοθέτησης ενός μέτρου βασισμένου στην αγορά για τη συγκέντρωση χρημάτων. Αυτό το μέτρο μπορεί να πάρει τη μορφή ενός φόρου στον άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων διαφορετικών σχεδίων εισφοράς, ή ενός συστήματος εμπορίας εκπομπών» επισημαίνεται στη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι αναλυτές επικαλούνται έρευνες που καταδεικνύουν ότι ένα τέτοιο μέτρο στη διεθνή ναυτιλία θα μπορούσε να αποφέρει από 1 τρισ. δολ. έως και 3,7 τρισ. δολ. έως το 2050. Αυτό αντιστοιχεί σε ετήσιο ποσό 40 δισ. δολ. έως 60 δισ. δολ. μεταξύ 2025 και 2050.
Αναπτυσσόμενα κράτη
Το «κλειδί», όμως, για την «πράσινη» μετάβαση είναι, σύμφωνα με την έρευνα, η ορθή κατανομή αυτών των πιθανών εσόδων. Βασιζόμενη σε μία προηγούμενη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην τιμολόγηση άνθρακα, η οποία ταυτοποιούσε επτά δυνατές περιοχές αξιοποίησης των εσόδων, η νέα μελέτη εξέτασε τρεις από αυτές.
Ειδικότερα, οι μελετητές προτείνουν την αξιοποίηση των εσόδων για την απανθρακοποίηση της ναυτιλίας (ανανέωση στόλου, καύσιμα μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα), τη βελτίωση των υποδομών και της χωρητικότητας των θαλάσσιων μεταφορών (αναβάθμιση λιμανιών,
ψηφιοποίηση, εκπαίδευση κ.λπ.) και την υποστήριξη ευρύτερων στόχων για το κλίμα (παραγωγή, αποθήκευση και διανομή ενέργειας από ΑΠΕ, καταβόθρες άνθρακα, προσαρμογή της γεωργίας και άλλων κλάδων κ.λπ.). Παρότι οι δύο πρώτες επιλογές συνδέονται άμεσα με τις θαλάσσιες μεταφορές, η τρίτη υποθέτει τη χρηματοδότηση άλλων τομέων πέραν των θαλάσσιων μεταφορών.
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι μία ισότιμη «πράσινη» μετάβαση προϋποθέτει τη διάθεση των εσόδων πέραν των θαλάσσιων μεταφορών, αφού ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως μικρά νησιωτικά κράτη και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, καθώς και άλλες που περιβάλλονται από ξηρά έχουν περιορισμένες ευκαιρίες να δαπανήσουν έσοδα στις θαλάσσιες μεταφορές.
Μάλιστα, οι μελετητές συμπεραίνουν ότι τα αναπτυσσόμενα κράτη πρέπει να είναι οι κύριοι αποδέκτες των εσόδων από τον άνθρακα. Αυτές οι χώρες «τείνουν να είναι πιο ευάλωτες στους κλιματικούς κινδύνους, έχουν μικρότερη δυνατότητα αντιμετώπισής τους και έχουν συνεισφέρει ιστορικά λιγότερο στην κλιματική αλλαγή απ’ ό,τι πολλές αναπτυγμένες χώρες» σημειώνεται.
«Η ανάδειξη των αναπτυσσόμενων χωρών σε κύριους αποδέκτες των εσόδων από τον άνθρακα μπορεί να συμβάλει στην κάλυψη του χρηματοδοτικού χάσματος μεταξύ των σημερινών ροών χρηματοδότησης για το κλίμα και των αναγκών τους για τη χρηματοδότηση αυτού. Επιπλέον, τα έσοδα δύνανται να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των πιθανά δυσανάλογων αρνητικών επιπτώσεων που θα προκληθούν σε αυτά τα κράτη από την εφαρμογή ενός κλιματικού μέτρου στη διεθνή ναυτιλία» εξηγούν οι ερευνητές.
H Τράπεζα προτείνει τη δημιουργία ενός ταμείου για τη διευκόλυνση της διανομής των εσόδων, αναφέροντας το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα (GCF) ως κύριο παράδειγμα. Αυτό δημιουργήθηκε από τη Σύμβαση – Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή
(UNFCCC) το 2010 για να βοηθήσει αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή.