Ανακατατάξεις στην παγκόσμια αγορά κρουαζιέρας έφερε η πανδημία του κορονοϊού, αφού η Μεσόγειος Θάλασσα -παραδοσιακά ο δεύτερος μεγαλύτερος προορισμός στο κόσμο- «προσπέρασε» το 2022 την Καραϊβική. Όπως εξηγεί στη «Ν» ο γενικός διευθυντής της Majestic International Cruises, Μιχάλης Λάμπρος, αυτό συνέβη κυρίως λόγω της απαγόρευσης αναχωρήσεων για κρουαζιέρες από λιμάνια των ΗΠΑ από τις Υγειονομικές Αρχές των ΗΠΑ, περίπου για όλο το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Όσον αφορά τη χώρα μας, για τη φετινή χρονιά, με την επιφύλαξη πάντα της πιθανότητας νέας έξαρσης του κορονοϊού, αναμένουμε «να έχουμε περίπου 3.500 αφίξεις πλοίων και περίπου 3,3 με 3,5 εκατομμύρια επιβατών. Οι ελληνικοί προορισμοί είναι δημοφιλείς σε διεθνές επίπεδο και αυτό έχει αποδειχθεί στην πράξη», σημειώνει ο κ. Λάμπρος.
Αναφερόμενος στην πράσινη μετάβαση της ναυτιλίας, σημειώνει ότι οι αλλαγές αυτές θα επιβαρύνουν με υπέρογκα κόστη τις ναυτιλιακές εταιρείες, ενώ υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Το ερώτημα είναι πώς και πότε θα κατορθώσουν οι εταιρείες να αποσβέσουν αυτά τα υπέρογκα έξοδα και εάν αξίζει τον κόπο να εφαρμοστούν αυτές οι τεχνολογίες σε υπερήλικα πλοία. Πολύ φοβούμεθα ότι μια μεγάλη μερίδα των υπερήλικων κρουαζιεροπλοίων αναγκαστικά θα αποσυρθεί».
Κύριε Λάμπρο, είναι σε όλους μας γνωστό ότι έχετε μια εμπειρία δεκαετιών στον τομέα της κρουαζιέρας. Θα θέλαμε να μας αναπτύξετε τις προσωπικές σας απόψεις για την κρουαζιέρα σε τοπικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, ξεκινώντας από την περίοδο της πανδημίας μέχρι την ανάκαμψη του έτους 2022 και τις προοπτικές για τα επόμενα έτη.
«Κατ’ αρχάς θέλω να ευχαριστήσω εσάς και την ιστορική εφημερίδα “Ναυτεμπορική” που μου δίνετε σήμερα την ευκαιρία να φιλοξενήσετε τις απόψεις μου για τον τόσο σπουδαίο τομέα της κρουαζιέρας σε διεθνές και σε τοπικό επίπεδο.
Προτού ξεκινήσω, θέλω να αναφερθώ στην προσωπική μου συνεργασία και τη φιλοξενία των απόψεών μου στην έγκριτη εφημερίδα “Ναυτεμπορική” που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1960, όταν ήμουν υπάλληλος της εταιρείας Χανδρή. Μια εμπειρία που θυμάμαι πάντα έντονα και με νοσταλγία για όσα συνέβαιναν δειλά δειλά στα πρώτα βήματα του τομέα της κρουαζιέρας.
Χωρίς να κάνω κατάχρηση της φιλοξενίας σας, θέλω να αναφερθώ εν συντομία σε εκείνα τα πρώτα χρόνια.
Η ιδέα της κρουαζιέρας στην πατρίδα μας ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 με την απασχόληση ορισμένων ακτοπλοϊκών πλοίων σε περιηγητικούς πλόες.
Το 1955, ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού ναύλωσε το πλοίο “Σεμίραμις” της “Ηπειρωτικής” για να προβάλλει στους ξένους τα ελληνικά νησιά, καθιερώνοντας για πρώτη φορά τακτικές κρουαζιέρες.
Επειδή το πλοίο είχε πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα στον τομέα της κρουαζιέρας, όπου το 1957 για διάστημα ενός και μόνο έτους μετέφερε περισσότερους από 8.000 ξένους και Έλληνες περιηγητές, προστέθηκε το πλοίο “Ερμής” της ίδιας εταιρείας και σταδιακά από το 1958 το “Αιγαίο” των αδελφών Τυπάλδου, το “Romantica” της εταιρείας Χανδρή, το “Stella Maris” της Sun Lines και το “Δήλος” του Μάρκου Νομικού.
Η βιομηχανία της κρουαζιέρας στη χώρα μας άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία στη δεκαετία του 1960 με την προσθήκη πλοίων υψηλού τουρισμού, που χαρακτηρίζονταν πλέον ως κρουαζιερόπλοια.
Το 1966 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο χρόνος που το ελληνικό κρουαζιερόπλοιο εγκατέλειψε τον στενό χώρο των ελληνικών νησιών και της Μεσογείου, και άνοιξε φτερά προς τους ωκεανούς.
Το “Αργοναύτης” της “Ηπειρωτικής” ναυλώθηκε για κρουαζιέρες σε 20 λιμάνια της Καραϊβικής, με αφετηρία το λιμάνι Σαν Χουάν του Πόρτο Ρίκο. Κρουαζιερόπλοιο της ίδιας εταιρείας ήταν το πρώτο που πραγματοποίησε κρουαζιέρες στην Αλάσκα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τα επόμενα χρόνια, τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια αναπτύχθηκαν στην παγκόσμια αγορά της κρουαζιέρας και με αυτόν τον τρόπο έδειξαν τον δρόμο προς τους ξένους επενδυτές οι οποίοι ξεκίνησαν για λογαριασμό τους επενδύσεις σε κρουαζιερόπλοια με δραστηριότητες σε παγκόσμια κλίμακα.
Στις δεκαετίες 1960/1970/1980 και μέχρι το 1990, η Ελλάδα ήταν πρωτοπόρος στον τομέα της κρουαζιέρας. Φτάσαμε να έχουμε περίπου 30 κρουαζιερόπλοια με ελληνική σημαία. Πρωτοπόρος ήταν η εταιρεία “Ηπειρωτική”, του αείμνηστου πατριάρχη της κρουαζιέρας Ανδρέα Ποταμιάνου.
Το τέλος της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξαν καταστροφικές για τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια, διότι αναπτύχθηκαν σε υψηλό βαθμό μεγάλες ξένες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων με μικρότερα λειτουργικά έξοδα από τα ελληνικά, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να εξαφανιστούν τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια. Αποτέλεσμα αυτού είναι σήμερα να μην υπάρχει ούτε ένα κρουαζιερόπλοιο με ελληνική σημαία.
Σε ό,τι αφορά τα τελευταία χρόνια, στο τέλος του έτους 2019, που ξεκίνησε η πανδημία, υπήρχαν σε κυκλοφορία περίπου 450 κρουαζιερόπλοια με παγκόσμια δραστηριότητα, τα οποία εκείνη τη χρονιά μετέφεραν περίπου τριάντα εκατομμύρια τουρίστες, κάτι που θεωρήθηκε ρεκόρ για τα μέχρι τότε δεδομένα του κλάδου της κρουαζιέρας.
Τα αποτελέσματα της πανδημίας ήταν πραγματικά καταστρεπτικά για την κρουαζιέρα.
Τα έτη 2020-2021 και σε λιγότερο ποσοστό το 2022, πουλήθηκαν για διάλυση πάνω από 40 υπερμεγέθη κρουαζιερόπλοια, πλοιοκτησίας κυρίως μεγάλων εταιρειών κρουαζιεροπλοίων.
Το 2020 βρισκόταν σε παροπλισμό πάνω από το 80% των κρουαζιεροπλοίων σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ το έτος 2021 το ποσοστό μειώθηκε περίπου στο 60%.
Το έτος 2022 είχαμε μια μεγάλη αύξηση της κρουαζιέρας σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως οι πληρότητες των πλοίων δεν ξεπέρασαν το 50%-60%. Εκτός από τον μικρό αριθμό επιβατών, τα χαμηλά εισιτήρια και όλες τις άλλες παροχές πάνω στο πλοίο (όπως προσφορά ελεύθερων ποτών και εκδρομών), τα κρουαζιερόπλοια αντιμετώπισαν τη μεγάλη αύξηση των τιμών στα καύσιμα με υψηλές καταναλώσεις, κάτι που δεν μπορούσαν να μετακυλίσουν στα εισιτήρια των επιβατών.
Οι μεγάλες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να συνάψουν υπέρογκα ποσά δανειοδοτήσεων με υψηλά επιτόκια. Η Carnival και η Royal Carribean έφτασαν να δανείζονται δισεκατομμύρια δολάρια για να επιζήσουν, με επιτόκια που σε ορισμένες περιπτώσεις έφταναν και ίσως ξεπερνούσαν το 10%.
Αυτές είναι οι εταιρείες που αναγκάστηκαν να μειώσουν τα πλοία τους και να τα δώσουν για διάλυση.
Οι μικρότερες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων είτε διαλύθηκαν είτε μεταβίβασαν μεγάλα ποσοστά των εταιρειών πλοιοκτησίας κρουαζιεροπλοίων σε funds κυρίως Αμερικής.
Διερωτώμεθα πώς θα καταφέρουν αυτές οι μεγάλες εταιρείες να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις μέχρι το 2027 ή το αργότερο το 2028».
Πώς βλέπετε την ανάπτυξη της κρουαζιέρας για τα επόμενα έτη και πότε υπολογίζετε ότι θα ξεπεραστούν οι αριθμοί και οι προορισμοί του τομέα της κρουαζιέρας σε διεθνές επίπεδο σε σύγκριση με το έτος 2019;
«Εφόσον το πρόβλημα της πανδημίας τελειώσει, κάτι που αποτέλεσε μια δυσάρεστη, καταστροφική περίοδο για τον τομέα της κρουαζιέρας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών το έτος 2023 θα αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνοντας αισθητή βελτίωση, κάτι που θα συνεχιστεί το έτος 2024 και ίσως το έτος 2025 να ξεπεράσουμε τους αριθμούς του έτους 2019.
Ορισμένες προβλέψεις διαγράφουν ανοδική πορεία τα επόμενα έτη, με στόχο το 2030, κατά το οποίο όλοι ελπίζουμε να φτάσουμε σε αριθμούς επιβατών ετησίως άνω των πενήντα εκατομμυρίων. Από σήμερα βέβαια μέχρι το 2030, οι προοπτικές κατασκευής και λειτουργίας νεότευκτων κρουαζιεροπλοίων ξεπερνούν κατά πολύ τις εκατό, ίσως και τις εκατόν πενήντα.
Η επανεκκίνηση ξεκίνησε από τα μικρής χωρητικότητας κρουαζιερόπλοια, μέχρι 1.000-1.200 επιβάτες. Αυτά τα πλοία είχαν αρκετά ικανοποιητική πληρότητα κατά το έτος 2022, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 70%.
Τα μεγάλης χωρητικότητας κρουαζιερόπλοια πιστεύω ότι θα δυσκολευτούν να πιάσουν τα ποσοστά χωρητικότητας του 2019, ήτοι 90%-95%.
Το 2023 θα παραδοθούν σε κυκλοφορία 19 νέα κρουαζιερόπλοια όλων των κατηγοριών χωρητικότητας, συνολικής δυναμικότητας 37.000 επιβατών.
Όμως οι μεγάλες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων συνεχίζουν να παραγγέλνουν υπερμεγέθη κρουαζιερόπλοια, όπως η MSC που πρόσφατα παρέλαβε το κρουαζιερόπλοιο “MSC World Europa”, δυναμικότητας άνω των 6.000 επιβατών. Είναι το πρώτο κρουαζιερόπλοιο της εταιρείας με καύσιμο LNG.
Παράλληλα, η εταιρεία Royal Caribbean προχωράει στην κατασκευή κρουαζιεροπλοίων με καύσιμο LNG, δυναμικότητας 7.600 επιβατών και 2.350 μέλη πληρώματος. Μια κινούμενη κωμόπολη 10.000 ατόμων. Αυτές οι μεγάλες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων σίγουρα ελπίζουν σε καλύτερες ημέρες και γνωρίζουν κάτι περισσότερο από εμάς για το μέλλον.
Στη δική μας περιοχή και ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, οι προοπτικές στον τομέα της κρουαζιέρας είναι ευχάριστες. Η Ελλάδα για το έτος 2022 βρέθηκε στις πρώτες επιλογές των επιβατών, με τον Πειραιά, την Κέρκυρα, τη Ρόδο και το Ηράκλειο να εξυπηρετούν μεγάλο αριθμό πλοίων και επιβατών, πολλά εκ των οποίων λειτούργησαν ως λιμάνια από-επιβίβασης επιβατών (home porting). Ακόμα και η Θεσσαλονίκη και ο Βόλος ξεκίνησαν να δέχονται κρουαζιερόπλοια, κάτι που συνέβη για πρώτη χρονιά.
Πανελλαδικά υπολογίζουμε για το 2022 να κλείσει με περίπου 3.000 αφίξεις πλοίων και με αφίξεις 2,6-2,7 εκατομμυρίων επιβατών.
Εάν είμαστε τυχεροί και εάν δεν αντιμετωπίσουμε νέα έξαρση του κορονοϊού, κάτι που όλοι φοβόμαστε, ελπίζουμε το έτος 2023 να έχουμε περίπου 3.500 αφίξεις πλοίων και αφίξεις περίπου 3,3 με 3,5 εκατομμυρίων επιβατών. Οι ελληνικοί προορισμοί είναι δημοφιλείς σε διεθνές επίπεδο και αυτό έχει αποδειχθεί στην πράξη.
Η Μεσόγειος ήταν πάντα ο δεύτερος μεγαλύτερος και δημοφιλέστερος προορισμός μετά την Καραϊβική, όμως το 2022 η Μεσόγειος ξεπέρασε την Καραϊβική, κυρίως λόγω της απαγόρευσης αναχωρήσεων για κρουαζιέρες από λιμάνια των ΗΠΑ από τις Υγειονομικές Αρχές των ΗΠΑ, περίπου για όλο το πρώτο εξάμηνο του έτους».
Από την 1η Ιανουαρίου 2023 ξεκίνησαν οι προσπάθειες για περιορισμό των ρύπων των πλοίων με τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών καυσίμων, σύμφωνα με αποφάσεις του ΙΜΟ. Πόσο νομίζετε ότι θα επηρεάσει αυτή η εφαρμογή το κόστος λειτουργίας των κρουαζιεροπλοίων;
«Όπως γνωρίζετε, τα εναλλακτικά πράσινα καύσιμα κερδίζουν έδαφος, όμως τα πλοία που είναι σε θέση να τα χρησιμοποιήσουν αποτελούν μια μικρή μειοψηφία του παγκόσμιου στόλου. Αυτό ισχύει για όλες τις κατηγορίες των πλοίων και ιδιαίτερα για τα κρουαζιερόπλοια τα οποία καταναλώνουν υπέρογκες ποσότητες καυσίμων σε σύγκριση με τα ποντοπόρα πλοία. Επομένως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα εάν θα τηρηθούν οι αποφάσεις του ΙΜΟ για πράσινη ναυτιλία περιορισμού των ρύπων αρχικά μέχρι το 2030 και κατ’ επέκταση μέχρι το 2050.
Για να συμβούν όλα τα πιο πάνω αναφερθέντα και να καταλήξουμε στα επιθυμητά αποτελέσματα της πράσινης ναυτιλίας, είναι ανάγκη να γίνουν μεγάλες μετατροπές στα μηχανοστάσια των κρουαζιεροπλοίων και φυσικά των ποντοπόρων πλοίων, οι οποίες θα επιβαρύνουν οικονομικά τις πλοιοκτήτριες εταιρείες με υπέρογκα ποσά.
Το ερώτημα είναι πώς και πότε θα κατορθώσουν οι εταιρείες να αποσβέσουν αυτά τα υπέρογκα έξοδα και εάν αξίζει τον κόπο να εφαρμοστούν αυτές οι τεχνολογίες σε υπερήλικα πλοία. Πολύ φοβούμεθα ότι μια μεγάλη μερίδα των υπερήλικων κρουαζιεροπλοίων αναγκαστικά θα αποσυρθεί.
Παρά το γεγονός ότι η ναυτιλία ευθύνεται μόλις για το 2% των ρύπων σε παγκόσμια κλίμακα, που φυσικά συμπεριλαμβάνει και τα κρουαζιερόπλοια, είναι αποδεκτό από όλους τους φορείς ότι υπάρχει ανάγκη να περιοριστεί πάση θυσία η ρύπανση της ατμόσφαιρας για να αποφευχθούν χειρότερες καταστάσεις στον πλανήτη μας».
Η ιδέα της κρουαζιέρας ξεκίνησε στη χώρα μας το 1950.
Το έτος 1955, ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού ναύλωσε το πρώτο πλοίο για να προβάλλει στους ξένους τα ελληνικά νησιά.
Από το 1957 έως και το 1958 προστέθηκαν άλλα πέντε κρουαζιερόπλοια στον τομέα της κρουαζιέρας.
Ταχύτατη η ανάπτυξη του τομέα της κρουαζιέρας τη δεκαετία του 1960.
Το 1966 το ελληνικό κρουαζιερόπλοιο «εγκατέλειψε» τον στενό χώρο των ελληνικών νησιών και της Μεσογείου, και άνοιξε φτερά προς τους ωκεανούς.
Τα επόμενα χρόνια, τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια αναπτύχθηκαν στην παγκόσμια αγορά της κρουαζιέρας.
Μέχρι το 1990, η Ελλάδα ήταν πρωτοπόρος στον τομέα της κρουαζιέρας. Φτάσαμε να έχουμε περίπου 30 κρουαζιερόπλοια με ελληνική σημαία.
Το τέλος της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξαν καταστροφικές για τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια, διότι αναπτύχθηκαν σε υψηλό βαθμό μεγάλες ξένες εταιρείες κρουαζιεροπλοίων.
Στο τέλος του 2019, που ξεκίνησε η πανδημία, υπήρχαν σε κυκλοφορία περίπου 450 κρουαζιερόπλοια με παγκόσμια δραστηριότητα, τα οποία εκείνη τη χρονιά μετέφεραν περίπου τριάντα εκατομμύρια τουρίστες, κάτι που θεωρήθηκε ρεκόρ για τα μέχρι τότε δεδομένα του κλάδου της κρουαζιέρας.
Τα έτη 2020-2021 και σε λιγότερο ποσοστό το 2022, πουλήθηκαν για διάλυση πάνω από 40 υπερμεγέθη κρουαζιερόπλοια, πλοιοκτησίας κυρίως μεγάλων εταιρειών κρουαζιεροπλοίων.
Το 2020 βρισκόταν σε παροπλισμό πάνω από το 80% των κρουαζιεροπλοίων σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ το έτος 2021 το ποσοστό μειώθηκε περίπου στο 60%.
Το 2022 είχαμε μια μεγάλη αύξηση της κρουαζιέρας σε παγκόσμιο επίπεδο, όμως οι πληρότητες των πλοίων δεν ξεπέρασαν το 50%-60%.