Skip to main content

Brain Regain με μοχλό τις ναυτιλιακές startups

Ο Αντώνης Μαλαξιανάκης μιλά στη «Ν» για τη σπίθα που έδωσε το έναυσμα στη Harbor Lab, το σημερινό αποτύπωμα της εταιρείας και τα σχέδια για το μέλλον

Μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες ναυτιλιακές startups είναι η Harbor Lab, η οποία ιδρύθηκε το 2020 και πλέον αριθμεί περίπου 750 συνεργαζόμενα πλοία μεγάλων ονομάτων της ελληνικής και της διεθνούς εφοπλιστικής κοινότητας.

Το «έξυπνο» λογισμικό που διαθέτει η startup συμβάλλει τα μέγιστα στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των εξόδων ενός πλοίου κατά τον ελλιμενισμό του και είναι το μόνο στον κόσμο με αυτές τις δυνατότητες. Τα λεγόμενα «λιμανιάτικα έξοδα» αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες δαπάνες για μία ναυτιλιακή εταιρεία και ο υπολογισμός τους ήταν μέχρι τον ερχομό της Harbor Lab μία πολύ σύνθετη διαδικασία, που απαιτούσε μεγάλη και χρονοβόρα προσπάθεια.

Ο ιδρυτής και CEO της νεοφυούς επιχείρησης, Αντώνης Μαλαξιανάκης, ο οποίος έλαβε στα πρόσφατα Lloyd’s List Greek Shipping Awards 2022 το βραβείο της Επόμενης Γενιάς στη ναυτιλιακή βιομηχανία, «ποντάρει» στα ελληνικά μυαλά, συμβάλλοντας, μάλιστα, στην ανακοπή του «brain drain», καθώς προσλαμβάνει Έλληνες του εξωτερικού.

Σημειώνεται ότι η Harbor Lab έλαβε πρόσφατα μία από τις μεγαλύτερες αρχικές χρηματοδοτήσεις (6,1 εκατ. ευρώ) για startup με δραστηριότητα στη ναυτιλία με τη συμμετοχή σημαντικών funds -VentureFriends, Speedinvest- και εταιρειών, όπως η Signal Ocean του Γιάννη Μαρτίνου.

Ο κ. Μαλαξιανάκης μιλά στη «Ν» για τη σπίθα που έδωσε το έναυσμα στη Harbor Lab, το σημερινό αποτύπωμα της εταιρείας, τα επενδυτικά σχέδιά του για το μέλλον, ενώ εξηγεί και τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να γίνει παγκόσμιο hub ναυτιλιακής τεχνολογίας.

Πώς κάνατε τα πρώτα σας βήματα στη ναυτιλία;

«Από μικρός είχα όνειρο να ασχοληθώ με τη ναυτιλία. Όπως άλλα παιδιά ήθελαν να γίνουν αθλητές, εγώ ονειρευόμουν να γίνω εφοπλιστής. Ωστόσο, δεν μπόρεσα εξαρχής να εστιάσω στον κλάδο, διότι έπρεπε να βοηθήσω στην οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία ξεκίνησα να εργάζομαι από το 2005. Παράλληλα, πήρα και το πρώτο πτυχίο μου, στατιστικής από το Πανεπιστήμιο Πειραιά.

Έχοντας, λοιπόν, δει τις καλές μέρες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τις χειρότερες, αργότερα με την κρίση, αποφάσισα να κυνηγήσω το όνειρό μου και να ασχοληθώ με κάτι που μένει ανεπηρέαστο από τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες.

Το 2013 δέχτηκα μετά από πέντε συνεντεύξεις και τρία tests προσφορά από τη Thenamaris της οικογένειας Μαρτίνου, η οποία τότε είχε ως CEO τον Γιάννη Μαρτίνο, για πρακτική άσκηση. Στην αρχή δραστηριοποιήθηκα στα πετρέλαια, βγάζοντας δείκτες απόδοσης για το γραφείο ανεφοδιασμού καυσίμων. Πολύ σύντομα ασχολήθηκα με τα λιμανιάτικα έξοδα (disbursements), τα οποία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη εντός της εταιρείας, μιας και τα περισσότερα δεξαμενόπλοια που κατείχε τότε δραστηριοποιούνταν στη spot αγορά. Όταν μιλάμε για disbursements εννοούμε ένα μεγάλο κουτί από τιμολόγια, που τακτοποιούνταν με χειροκίνητες διαδικασίες, στο οποίο κυριολεκτικά… χάνεσαι. Σταδιακά, λοιπόν, δημιουργήσαμε εσωτερικά ένα λογισμικό για την καλύτερη διαχείριση των λιμανιάτικων εξόδων.

Έπειτα από πέντε χρόνια στη Thenamaris, το 2018, μεταπήδησα στον όμιλο του Πέτρου Παππά, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του supervisor στα λιμανιάτικα έξοδα. Παρακολουθούσα, δηλαδή, τα tankers της Product Shipping που ασχολούνταν στη spot αγορά, δουλεύοντας απευθείας με τον Αλέκο Παππά (γιος του Πέτρου), ο οποίος μου έμαθε πάρα πολλά».

Πώς γεννήθηκε η Harbor Lab;

«Βλέποντας τον όγκο των εγγράφων και την έλλειψη τεχνολογικά ανεπτυγμένων λύσεων στον κλάδο, πήρα γρήγορα την απόφαση να ξεκινήσω να σχεδιάζω το λογισμικό “έξυπνης” διαχείρισης των εξόδων και να μιλήσω με τη βιομηχανία για να δω αν και οι υπόλοιπες εταιρείες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα διαχείρισης.

Το 2019 προσέλαβα έναν σχεδιαστή λογισμικού, ο οποίος προχώρησε το εγχείρημα. Μόλις ολοκληρώθηκε το λογισμικό, τέλη 2019 – αρχές 2020, ξεκίνησα να το παρουσιάζω στη βιομηχανία. Το feedback που έλαβα ήταν πολύ θετικό, κάτι που μου έδωσε τη δύναμη να δηλώσω την παραίτησή μου στον όμιλο Παππά.

Στις 10 Μαρτίου 2020 το software “βγήκε στον αέρα” και γεννήθηκε η Harbor Lab. Την ίδια ημέρα η Product Shipping ξεκίνησε να το χρησιμοποιεί, ούσα, έτσι, ο πρώτος μας πελάτης, γεγονός που έδειξε και την εμπιστοσύνη που είχε ο κ. Παππάς στο όραμά μου.

Δύο μέρες μετά, όμως, έκλεισαν τα πάντα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού κι ενώ είχα σχεδιάσει να παρουσιάσω το λογισμικό στη διεθνή αγορά. Έτσι, προσανατολιστήκαμε στην Ελλάδα. Δυστυχώς, υπάρχει η παρανόηση ότι η ελληνική αγορά δεν είναι έτοιμη να προσαρμοστεί στην τεχνολογία. Αυτός είναι και ο λόγος που ήθελα να προωθήσω τη λύση μας στο εξωτερικό.

Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε και οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες αγκάλιασαν τη Harbor Lab. Μάλιστα, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Από εκεί που είχαμε στόχο μέχρι το τέλος του 2020 να έχουμε 20 πλοία στην πλατφόρμα, καταλήξαμε να έχουμε 220».

Με ποιον τρόπο λειτουργεί η πλατφόρμα;

«Εμείς λαμβάνουμε από τον κάθε πλοιοκτήτη δεδομένα, όπως το όνομα και η ταυτότητα IMO του πλοίου, τους ανθρώπους της εταιρείας με τους οποίους επικοινωνούμε και αρχίζουμε να φτιάχνουμε τον λογαριασμό του μέσα στο λογισμικό. Κάθε φορά που ένα πλοίο ταξιδεύει σε ένα λιμάνι, πραγματοποιούμε ραντεβού με τον ναυτιλιακό πράκτορα, κάτι που πλέον γίνεται και μέσω κινητού τηλεφώνου. Αυτός ειδοποιείται μέσω email, εισέρχεται στην πλατφόρμα με τα στοιχεία του και βάζει μέσα το προ-τιμολόγιο.

Η μοναδικότητα της πλατφόρμας έγκειται σε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ανάλυση κάθε λιμανιού (port analysis). Έχουμε μία ομάδα από εργαζόμενους με μαθηματικό background, η οποία μιλά απευθείας με τις λιμενικές αρχές ανά τον κόσμο, λαμβάνει την ταρίφα, τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται κάθε έξοδο σε κάθε λιμάνι, τερματικό και αγκυροβόλιο, καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει σε πολλές περιπτώσεις και μία διαφορετική τιμολογιακή πολιτική.

Η ομάδα λαμβάνει το έγγραφο από τον πράκτορα, το χωρίζει και γράφει έναν αλγόριθμο για τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται κάθε έξοδο. Οπότε, όταν ο πράκτορας εισέλθει στην πλατφόρμα και βάλει το εξοδολόγιό του σε αυτήν, τρέχει από πίσω αλγόριθμος, ο οποίος ενημερώνει τον πλοιοκτήτη ποια έξοδα πρέπει να πληρώσει, αν έχει υπερχρεωθεί από έναν πράκτορα χωρίς λόγο και γενικά όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες κόστους.

Το δεύτερο στοιχείο είναι το “request functionality”. Πρόκειται για μία διαδικασία, κατά την οποία όταν ένα πλοίο πηγαίνει σε ένα λιμάνι, ο χρήστης της πλατφόρμας μας μπορεί να ζητήσει πολλαπλές προσφορές από λιμενικούς πράκτορες για διάφορες υπηρεσίες. Με την αποστολή του κόστους από τους πράκτορες, ο χρήστης πατά ένα κουμπί και αμέσως δημιουργείται ένας συγκριτικός πίνακας ο οποίος απεικονίζει ποιος πράκτορας είναι φθηνότερος. Μέσω της πλατφόρμας, ο χρήστης μπορεί να διαπραγματευτεί τις τιμές και να κλείσει το ραντεβού με τον πράκτορα. Σε αυτήν την περίπτωση, εφαρμόζουμε δύο μοντέλα. Είτε η ναυτιλιακή παίρνει εσωτερικά το λογισμικό και αν διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό το χρησιμοποιεί αποτελεσματικά ή η υπηρεσία γίνεται outsource σε εμάς και αναλαμβάνουμε εμείς τις διαπραγματεύσεις εκ μέρους τους.

Το πρώτο κομμάτι αφορά την εμπορική διαχείριση ενός πλοίου στη spot αγορά, ενώ το δεύτερο τους πλοιοκτήτες ή τους technical managers μίας εταιρείας. Στο κομμάτι του software διαθέτουμε το μονοπώλιο διεθνώς, ενώ στο κομμάτι του outsourcing υπάρχουν δύο ακόμη εταιρείες στην Ινδία».

Σε υψηλά επίπεδα η απόδοση της επένδυσης στην πλατφόρμα

Πόσο αποτελεσματική είναι η πλατφόρμα διαχείρισης των εξόδων ενός πλοίου κατά τον ελλιμενισμό του;

«Αυτήν την στιγμή η πλατφόρμα της Harbor Lab προσφέρει μέση απόδοση επένδυσης (ROI: Return on Investment) 1 προς 9 για την εμπορική διαχείριση και 1 προς 16 για την τεχνική διαχείριση. Με άλλα λόγια, για κάθε 1 ευρώ που βάζεις στην πλατφόρμα παίρνεις πίσω 9 ή 16. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ROIs για μία ναυτιλιακή από μία ψηφιακή πλατφόρμα ή ένα λογισμικό.

Ξεκινώντας, ένας εργαζόμενος της εταιρείας ήταν υπεύθυνος για έξι πλοία. Πλέον και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας που χρησιμοποιούμε, ένας είναι υπεύθυνος για 40 βαπόρια, οπότε εκτός από σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων, πετυχαίνουμε και εξοικονόμηση χρόνου».

Ποιο είναι το αποτύπωμα της εταιρείας;

«Η εταιρεία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 με δύο ανθρώπους. Σήμερα, είμαστε 52 και στόχος είναι μέχρι το τέλος του 2023 να διαθέτουμε πάνω από 100 εργαζόμενους. Με τα τωρινά δεδομένα, ο τζίρος της εταιρείας διαμορφώνεται περίπου σε 2,5 εκατ. ευρώ ετησίως.

Στην πλατφόρμα είναι εγγεγραμμένα 750 πλοία. Πέρα από τον Γιάννη Μαρτίνο και τον όμιλο Πέτρου Παππά, έχουμε πελάτες, όπως η οικογένεια Δράγνη, η Kyklades Maritime, η Pleiades Shipping, ενώ κάνουμε ανοίγματα και στο εξωτερικό. Πρώτος μας πελάτης στη Γερμανία ήταν το pool ΤMA Bulk, ενώ αναμένουμε τις πρώτες μας συνεργασίες και με ναυλωτές στο Λονδίνο. Τέλος, πρόσφατα κλείσαμε ως πελάτη τον πρώτο μας ναυλωτή, την εταιρεία Olam με έδρα τη Σιγκαπούρη. Σημειώνεται ότι έχουμε ήδη γραφεία στο Λονδίνο, ενώ σύντομα θα επεκταθούμε σε Κοπεγχάγη και Σιγκαπούρη.

Σε επίπεδο επενδύσεων, δημιουργήσαμε τη Harbor Lab, συγκεντρώνοντας περίπου 150.000 ευρώ από angel investors, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γιάννης Μαρτίνος, και πλέον φτάσαμε στη χρηματοδότηση ρεκόρ των 6,1 εκατ. ευρώ.

Ως οργανισμός δίνουμε, επίσης, μεγάλη έμφαση στην παροχή καλών συνθηκών εργασίας, υιοθετώντας μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Πέρα από τις παροχές που προσφέρουν κι άλλες εταιρείες, φροντίζουμε να έχουμε δύο φορές την εβδομάδα συνεδρίες γιόγκα και μία φορά έναν life coach. Η ψυχική υγεία και η αποφόρτιση των εργαζομένων είναι προτεραιότητα, κάτι που αντιληφθήκαμε σε μεγάλο βαθμό μετά την πανδημία. Επίσης, έχουμε ένα πολύ ευέλικτο τρόπο εργασίας είτε από το σπίτι είτε από το γραφείο. Αυτοί και ήταν οι βασικοί λόγοι που μας έδωσαν ξανά φέτος τη διάκριση “Best place to work”».

Πώς βλέπετε το μέλλον της εταιρείας;

«Θέλουμε να επενδύσουμε στην τεχνολογία, προσλαμβάνοντας τους κατάλληλους ανθρώπους. Η χρηματοδότηση, ύψους 6,1 εκατ. ευρώ, θα μας βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ένας από τους στόχους είναι να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο τη διαδικασία ένταξης μίας εταιρείας στην πλατφόρμα, προκειμένου να μη χρειάζεται να μας δίνει έναν πολύ μεγάλο όγκο δεδομένων. Και σε τελική ανάλυση να αναπτύξουμε σε τέτοιον βαθμό τους αλγορίθμους, ώστε όλες οι διαδικασίες να γίνονται αυτοματοποιημένα με μία απλή ανάγνωση του pdf αρχείου του εξοδολογίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, θέλουμε να πετύχουμε μία αναλογία ένας εργαζόμενος προς 200 βαπόρια.

Σε τρία χρόνια από σήμερα εκτιμώ ότι θα έχουμε κάποια πολύ καλά αποτελέσματα που θα κάνουν τη διαφορά. Για μία startup ένας μήνας αντιστοιχεί σε έναν χρόνο, επομένως τα τρία χρόνια φαίνονται ένα σταθερό, μακρόπνοο πλάνο».

Μπορεί η Ελλάδα να γίνει παγκόσμιος ναυτιλιακός τεχνολογικός κόμβος;

«Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικά μυαλά, ιδιαίτερα στο κομμάτι της τεχνολογίας και των θετικών επιστημών. Δεν είναι τυχαίο που οι καλύτερες -κατά τη γνώμη μου- ναυτιλιακές startups εδρεύουν στην Ελλάδα. Είμαστε δίπλα στους Έλληνες εφοπλιστές, ακούμε και μαθαίνουμε τι θέλουν και αντίστοιχα οι πελάτες μας είναι πολύ πρόθυμοι να μας κατευθύνουν. Επομένως, έχουμε τις προδιαγραφές για να γίνουμε ναυτιλιακό τεχνολογικό hub.

Βέβαια, η χώρα μας έχει ακόμη ορισμένα προβλήματα να λύσει. Ένα απ’ αυτά είναι οι υψηλές εργοδοτικές εισφορές, οι οποίες, ειδικά για μία startup, αποτελούν εμπόδιο για περαιτέρω ανάπτυξη. Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα το Ισραήλ, παρέχονται ελαφρύνσεις σε νεοφυείς εταιρείες για να μπορέσουν να “μεγαλώσουν”.

Είναι κρίμα να χαθεί η ευκαιρία, διότι οι startups μπορούν να λειτουργήσουν και σαν μοχλός “brain regain”. Εμείς έχουμε φέρει αρκετούς Έλληνες από το εξωτερικό. Ο CFO της εταιρείας εργαζόταν στην BlackRock στο Λονδίνο, ενώ ο COO ήταν επικεφαλής εμπορευμάτων στη Shell. Πρέπει να μας δοθούν κίνητρα να φέρουμε περισσότερους ανθρώπους στη χώρα μας, χωρίς να το σκεφτόμαστε δύο και τρεις φορές, λόγω των παραπάνω εμποδίων».