Συνέντευξη στον Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Σε αδράνεια, και όχι σε αντιθέσεις ή αρνήσεις, αποδίδει ο κ. Γιώργος Κουμουτσάκος, πρώην αναπληρωτής υπουργός και βουλευτής στον Βόρειο Τομέα της Αθήνας με τη Ν.Δ., την έως τώρα απουσία χειροπιαστής προόδου στο θέμα της ίδρυσης έδρας Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών, που έχει ο ίδιος προτείνει.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει σε συνέντευξή του στη «Ν» ο κ. Κουμουτσάκος: «Το σημερινό κενό, πέραν του ότι είναι αδικαιολόγητο, είναι και ακατανόητο».
Έχετε καταθέσει μια πρόταση για την ίδρυση έδρας Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών. Γιατί;
«Πιστεύω στη δύναμη της ναυτιλίας. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για το έθνος μας, που το πεπρωμένο του ήταν, είναι και θα είναι ταυτισμένο με τη θάλασσα. Η εξαίρετη ελληνική ναυτοσύνη είναι έκφραση και επιβεβαίωση του θαλασσινού μας πεπρωμένου. Οφείλουμε λοιπόν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο το μοναδικό αυτό συγκριτικό μας πλεονέκτημα. Η ναυτιλία είναι εθνικό κεφάλαιο.
Με αυτήν την πεποίθηση ως αφετηρία, έχω εκφράσει την άποψη ότι θα έπρεπε να ιδρυθεί έδρα Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών. Τρεις είναι οι βασικότεροι λόγοι που συνηγορούν σε αυτό:
Πρώτον: Η λειτουργία μιας τέτοιας έδρας προβλέπεται σαφώς στο ιδρυτικό σκεπτικό και τους σκοπούς της Ακαδημίας.
Δεύτερον: Η ναυτιλία είναι αναμφισβήτητα ένας κατ’ εξοχήν διεπιστημονικός τομέας ανθρώπινης δράσης. Σκεφτείτε πόσες επιστήμες συμπλέκονται, συντονίζονται και συνδιαμορφώνουν τη ναυτική επιστήμη: Ναυπηγική, Οικονομική, Γεωστρατηγική, Φυσική, Μηχανική, Πληροφορική, Νομική, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μετεωρολογία και αυτά τα αναφέρω μόνον ενδεικτικά.
Τρίτον: Ο ναυτικός χαρακτήρας της χώρας και του έθνους, που έχει τόσο προοδεύσει ώστε να είμαστε επί μακρά σειρά ετών η πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο. Οφείλουμε λοιπόν μια αναγνώριση σε αυτή την πηγή ισχύος του ελληνισμού.
Η πρόταση λοιπόν για Έδρα Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών είναι στέρεα θεμελιωμένη. Θεσμικά, επιστημονικά, εθνικά και ηθικά.
Δεν βλέπω, λοιπόν, ποιο θα μπορούσε να είναι το ουσιαστικό και όχι το προσχηματικό αντεπιχείρημα για μια άρνηση ή ακόμη έστω και για επιφυλακτικότητα. Το σημερινό κενό, πέραν του ότι είναι αδικαιολόγητο, είναι και ακατανόητο».
Ποιο, πιστεύετε, θα είναι το κέρδος για την ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα της χώρας από ενδεχόμενη ίδρυση έδρας Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών;
«Σε κάθε περίπτωση, η ίδρυση έδρας Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών δεν προκαλεί οποιοδήποτε κόστος στην επιχειρηματική, εφοπλιστική κοινότητα και γενικά στα επαγγέλματα που λειτουργούν στο κέντρο και στην περιφέρεια της ναυτικής οικονομίας.
Επίσης, η ενίσχυση του κύρους και της αποδοχής της ναυτιλίας στο κορυφαίο επίπεδο της Ακαδημίας Αθηνών μόνον ευεργετικά μπορεί να λειτουργήσει. Θα επιβεβαιωθεί διεθνώς ότι η Ελλάδα βάζει στο κέντρο της επιστημονικής και ακαδημαϊκής της ταυτότητας τη ναυτική επιστήμη και δράση. Ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ως λαμπρός πόλος έλξης για τις ναυτικές και ναυτιλιακές σπουδές στη χώρα μας. Θα αποτελέσει δηλαδή ένα επιπλέον ισχυρό κίνητρο για ικανότερο έμψυχο δυναμικό, έτοιμο να εργαστεί στον “αστερισμό” των ναυτικών και ναυτιλιακών επαγγελμάτων.
Συμπερασματικά, μόνον οφέλη βλέπω και κανένα κόστος».
Η πρότασή σας αυτή έχει τη στήριξη της ναυτιλιακής κοινότητας;
«Δεν έχω εισπράξει οποιαδήποτε αρνητική αντίδραση. Αντιθέτως, έχω δεχθεί θετικά σχόλια και λόγια ενθάρρυνσης να μείνω σταθερός σε αυτήν την άποψη και να συνεχίζω να την υποστηρίζω».
Τα τελευταία χρόνια σάς έχω ακούσει προσωπικά τρεις φορές να βάζετε στο τραπέζι της συζήτησης το θέμα αυτό. Γιατί δεν έχει προχωρήσει η συγκεκριμένη υπόθεση;
«Πιστεύω ότι η έως τώρα απουσία χειροπιαστής προόδου στο θέμα της έδρας των Ναυτιλιακών Σπουδών στην Ακαδημία Αθηνών είναι περισσότερο το αποτέλεσμα μιας κάποιας αδράνειας και όχι μιας κάποιας αντίθεσης ή, ακόμα σοβαρότερα, μιας άρνησης».
Σε επίπεδο ναυτιλίας πόσο θα επηρεάσει, πιστεύετε, την Ευρώπη, αν αναλογιστούμε ότι η ασιατική ναυτιλιακή βιομηχανία ανεβαίνει συνεχώς και δεν επηρεάζεται από τις κυρώσεις της Ευρώπης εναντίον της Ρωσίας;
«Με την ερώτησή σας αυτή, κ. Τσιμπλάκη, αναδεικνύετε το θέμα των κυρώσεων και τις επιπτώσεις τους στο διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία. Επιτρέψτε μου μια γενικότερη επισήμανση, που πιστεύω ότι απαντά εμμέσως πλην σαφώς στο ερώτημά σας.
Οι αυστηρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας είναι πολιτικά απαραίτητες και αναγκαίες. Είναι μια ηθικά και γεωστρατηγικά επιβεβλημένη αντίδραση του δημοκρατικού κόσμου στον απαράδεκτο ρωσικό αναθεωρητισμό και επεκτατισμό.
Ταυτόχρονα όμως, όλες οι κυρώσεις που εφαρμόζονται σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον είναι δίκοπο μαχαίρι. “Κόβουν” πρωτίστως εκείνον που τις υφίσταται, αλλά και εκείνον που τις επιβάλλει. Σκοπός είναι οι κυρώσεις να “κόβουν” περισσότερο τον πρώτο και λιγότερο το δεύτερο. Το αντίστροφο θα ήταν αποτυχία.
Η επιτυχία των κυρώσεων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από το είδος τους, το περιεχόμενο, την ένταση, το μέγεθος των μέτρων και βέβαια από την αντοχή του τιμωρούμενου κράτους. Δεν εξαρτάται όμως μόνον από αυτά. Επηρεάζεται πολύ και από την αντοχή και τη συνοχή του συνασπισμού των κρατών που τις επιβάλλουν. Ο προβληματισμός αυτός αποτυπώνεται με σαφήνεια σε μια δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στο CNN:
“Έχουμε επιβάλει μια εκτενέστατη δέσμη κυρώσεων, σε σύγκριση με οτιδήποτε έχουμε κάνει στο παρελθόν. Είναι πολύ σημαντικές κυρώσεις. Φυσικά, όσον αφορά την ενέργεια πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, ώστε τα μέτρα που λαμβάνουμε να μην καταλήξουν να βλάψουν περισσότερο εμάς από ό,τι βλάπτουν τη Ρωσία”».
Ζωτικά απαραίτητη
Μέχρι τώρα η ελληνική ναυτιλία συμπεριλαμβάνεται στους κερδισμένους από την ουκρανική κρίση; Τι πιστεύετε;
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποτέλεσμα της απρόκλητης και απροκάλυπτα παράνομης ρωσικής εισβολής, είναι στρατιωτικά και εδαφικά περιορισμένος. Όμως οικονομικά, ενεργειακά, επισιτιστικά και γεωπολιτικά είναι παγκόσμιος. Σε μια τέτοια επικίνδυνη κατάσταση για τη διεθνή ειρήνη, την ασφάλεια, την ανάπτυξη και το περιβάλλον, η ανθρωπότητα, όλοι μας δηλαδή, είμαστε χαμένοι. Ταυτόχρονα όμως η ελληνική ναυτιλία, η ισχυρότερη στον κόσμο, επιβεβαιώνει πόσο ζωτικά απαραίτητη είναι για την ομαλότερη διεξαγωγή του παγκόσμιου εμπορίου (ενέργεια και τρόφιμα), δηλαδή για το κοινό καλό».