Skip to main content

‘Εσπασε το φράγμα 1.000 μονάδων ο κύριος δείκτης ναυλαγοράς BDI

Από την έντυπη έκδοση 

Του Λάμπρου Καραγεώργου 
[email protected]

Πάνω από τις 1.000 μονάδες και συγκεκριμένα στις 1.045 βρέθηκε την προηγούμενη Παρασκευή ο βασικός δείκτης της ναυλαγοράς, ο Baltic Dry Index (BDI), συνεχίζοντας το θετικό momentum των τελευταίων ημερών, που οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση για εισαγωγές πρώτων υλών από την Κίνα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο BDI είχε να βρεθεί σε αυτά τα επίπεδα από τις 13 Αυγούστου 2015, όταν έκλεισε στις 1.046 μονάδες. Έκτοτε συνέχισε την καθοδική του πορεία για να φθάσει στις 10 Φεβρουαρίου 2016 στις 290 μονάδες, στο χαμηλότερο σημείο στην ιστορία του. Στη συνέχεια σημειώθηκε μία βελτίωση των ναύλων και την προηγούμενη Παρασκευή σημείωσε ημερήσια άνοδο κατά 7,3% για να κλείσει στις 1.045 μονάδες.

Υπενθυμίζεται ότι το υψηλότερο σημείο όλων των εποχών που βρέθηκε ποτέ ο BDI ήταν στις 20 Μαΐου 2008 στις 11.793 μονάδες.

Τη μεγαλύτερη ώθηση η αγορά την πήρε από τα πλοία capes, οι ναύλοι των οποίων εκτινάχτηκαν μέσα σε μία ημέρα στα 16.269 δολάρια ημερησίως, αυξημένοι κατά 15% σε σύγκριση με μία ημέρα πριν. Ο Baltic Capesize Index (BCI) αυξήθηκε κατά 14% την προηγούμενη Παρασκευή και έκλεισε στις 2.303 μονάδες.

Σύμφωνα με την Fearnleys η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος στη Βραζιλία είναι ισχυρή και αναμένεται να συνεχίσει έτσι μέχρι το τέλος του έτους, γεγονός που εκτιμάται ότι επηρεάζει θετικά τους ναύλους. Επίσης η αγορά εξακολουθεί να υποστηρίζεται και από αυξημένη ζήτηση στα σιτηρά και στα δύο ημισφαίρια. Ο αναλυτής της Arctic Securities Erik Stavseth σημειώνει ότι η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων «ευθύνεται» ως έναν βαθμό και για τη θετική ρότα των ναύλων. Οι τιμές στο σιδηρομετάλλευμα κινήθηκαν ανοδικά στα 74 δολ. ανά τόνο έναντι 57 δολ. ανά τόνο στις αρχές Οκτωβρίου, ενώ του άνθρακα στα 135 δολ. ανά τόνο έναντι 55 δολ. ανά τόνο στις αρχές του έτους. Ωστόσο η αύξηση της ζήτησης παίζει τον πρώτο ρόλο, σύμφωνα με τον ίδιο.

Πάντως οι αγορές έχουν μεταφερθεί ήδη στην επόμενη ημέρα και πιο συγκεκριμένα στο τι σημαίνει η εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ για την ναυτιλία και ειδικότερα για τον κλάδο χύδην ξηρού φορτίου. Οι απόψεις περί προστατευτισμού που έχει διατυπώσει κατά καιρούς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ προβλημάτισε αρχικά τους παράγοντες της ναυτιλίας. Ωστόσο στη συνέχεια επικράτησαν πιο ψύχραιμες σκέψεις. Εδικά σε ό,τι αφορά το χύδην ξηρό φορτίο εκτιμάται ότι οι εξελίξεις μπορεί να είναι θετικές εφόσον ισχύουν οι δεσμεύσεις του προέδρου για νέες σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές των ΗΠΑ.

Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή ήταν η δήλωση του εφοπλιστή Γιάννη Αγγελικούση, σύμφωνα με την οποία «αν κάποιος πιστεύει τον νέο πρόεδρο, τότε ο ίδιος πρόκειται να είναι πολύ φιλικός με τα πλοία ξηρού φορτίου. Χρειάζεται πολλές εισαγωγές πρώτων υλών για να διορθώσει τα προβλήματα των υποδομών στη χώρα του». Βέβαια δεν λείπουν και άλλες εκτιμήσεις που εκφράζουν έναν αρνητικό προβληματισμό.

Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά ξηρού φορτίου, καθώς οι ΗΠΑ δεν είναι σημαντικός εξαγωγέας ή εισαγωγέας σιδηρομεταλλεύματος και άνθρακα, ανέφερε ο οίκος Stifel σε μια ανάλυσή του για τα αποτελέσματα. Ωστόσο, αν η νέα κυβέρνηση αποφασίσει να αυξήσει τους δασμούς στον κινεζικό χάλυβα ή απαγορεύσει τις εισαγωγές εντελώς, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει αντίποινα από το Πεκίνο στις εξαγωγές σιτηρών των ΗΠΑ, πρόσθεσε. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει δασμούς περίπου 500% σε ορισμένους τύπους προϊόντων χάλυβα από την Κίνα. Αυτές αποσκοπούν στη μείωση του ντάμπινγκ από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επίσης επιβάλει δασμούς έως και 76% σε ορισμένα είδη των κινεζικών προϊόντων χάλυβα.

Από την άλλη, όπως αναφέρουν οι Lloydslist, οι ΗΠΑ είναι ένας από τους κορυφαίους εξαγωγείς σιτηρών μετά τη Ρωσία. Η εμφάνιση ενός εμπορικού πολέμου θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανάπτυξη και ως εκ τούτου θα πλήξει την πλειονότητα των ναυτιλιακών αγορών, δήλωσε ο αναλυτής της Arctic Securities Erik Stavseth. Το 2015 οι εξαγωγές σόγιας των ΗΠΑ προς την Κίνα ήταν αξίας 12,7 δισ. δολ., το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί. Η συνολική αξία των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων προς την Κίνα ήταν 25,9 δισ. δολ. πέρυσι έναντι 7,6 δισ. δολ. το 2006, σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ.