Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Αντώνη Τσιμπλάκη
Κατ’ αποκοπήν πρόστιμο 10 εκατ. ευρώ και χρηματική ποινή 7,294 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο, το οποίο θα αρχίσει να «τρέχει» από σήμερα, επέβαλε χθες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην Ελλάδα για μη ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων στα Ελληνικά Ναυπηγεία (ΕΝΑΕ) Σκαραμαγκά.
Το πρόστιμο θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο αν το δικαστήριο ακολουθούσε πλήρως την εισήγηση που έκανε ο γενικός εισαγγελέας τον περασμένο Μάιο, ο οποίος ζητούσε την επιβολή κατ’ αποκοπήν προστίμου 13 εκατ. ευρώ και χρηματική ποινή 9,5 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο. Ωστόσο, οι δικαστές έλαβαν υπ’ όψιν την κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος της κρίσης τα τελευταία χρόνια, που οδήγησε στη μείωση του ΑΕΠ άνω του 25% την περίοδο 2010-2016. Πάντως, η απόφαση αφήνει εννοηθεί ότι το ποσό του προστίμου θα μπορούσε να είναι μικρότερο, αλλά έλαβε υπ’ όψιν την επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Από το 2008
Η όλη υπόθεση απασχολεί τις κοινοτικές υπηρεσίες από το 2008, όταν η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατ. ευρώ παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η εκτέλεση της παραπάνω απόφαση έπρεπε να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008, κάτι που δεν έγινε.
Στις 28 Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο είχε προσφύγει η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση.
Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80% περίπου του προς ανάκτηση ποσού.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 οι ελληνικές φορολογικές αρχές κίνησαν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατέσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017.
Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στο δικαστήριο δεύτερη προσφυγή κατά της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, ενώ πέρασαν 10 έτη από την πρώτη απόφαση, η Ελλάδα δεν την είχε ακόμη εκτελέσει και, συνεπώς, δεν είχε συμμορφωθεί.
Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρει και η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα, το προς ανάκτηση ποσό προσαυξάνεται συνεχώς με τους σχετικούς τόκους και υπερέβαινε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (15/3/2018), τα 670 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι περισσότερο από 2,6 φορές το αρχικό ποσό. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν εκτέλεσε την πρώτη απόφαση του δικαστηρίου.
Με τη χθεσινή απόφασή του, το δικαστήριο διαπιστώνει, αφενός, ότι κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή με την προειδοποιητική επιστολή του 2014 (ήτοι την 27η Ιανουαρίου 2015) η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης του 2012 και, αφετέρου, ότι η παράβαση αυτή εξακολουθούσε να υφίσταται έως την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το δικαστήριο.
Συνεπώς, το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβληθούν στην Ελλάδα χρηματικές κυρώσεις υπό τη μορφή, αφενός, εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης του 2012 και να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εκτιμήσει την πρόοδο των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης του 2012 και, αφετέρου, κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποτρεπτικού μέτρου.
Τι αφορούν οι κυρώσεις
Ουσιαστικά το πρόστιμο το οποίο έχει καταλογιστεί αφορά τη μη ανάκτηση από ελληνικής πλευράς ορισμένων οικοπέδων των ναυπηγείων που έχουν καταλογιστεί στο εμπορικό κομμάτι (από το οποίο και μόνο μπορεί να γίνει η ανάκτηση, αφού το στρατιωτικό παραμένει εν λειτουργία για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως έχει δεχθεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού τμήματος, η περιοχή της μεγάλης πέμπτης δεξαμενής (220 στρέμματα), έχει ήδη ανακτηθεί και ανήκει στο ελληνικό Δημόσιο. Υπάρχουν όμως και κάποια οικόπεδα, όπως μια περιοχή με δέντρα, το πάρκινγκ δίπλα στο Μοναστήρι, η περιοχή του παλιού σούπερ μάρκετ και του παλιού εστιατορίου, που, παρά το γεγονός ότι έχουν χαρακτηρισθεί εμπορικά, είναι υπό την ευθύνη του ειδικού διαχειριστή που έχει αναλάβει να πουλήσει τα asset του στρατιωτικού τμήματος των ΕΝΑΕ σε διαδοχικούς πλειστηριασμούς. Σύμφωνα δε με την απόφαση της Ε.Ε., τα οικόπεδα αυτά πρέπει να πουληθούν ξεχωριστά το ένα με το άλλο, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν» το ζήτημα που καλείται να ξεπεράσει σύντομα ο διαχειριστής είναι το καθεστώς των τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπέδων αυτών.