Από την έντυπη έκδοση
Η ευρωπαϊκή ναυτιλία πρέπει να διαφυλαχθεί ως ένα σημαντικότατο κεφάλαιο με σημαίνουσα συνεισφορά στην ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και στην πολιτική και στρατηγική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις.
Αυτό υποστήριξε κατά την παρέμβασή του στο 3ο Ναυτιλιακό Συνέδριο της «Ναυτεμπορικής» ο κ. Αναστάσιος Παπαγιαννόπουλος, Principal της Common Progress Co Na SA και President Designate της διεθνούς ναυτιλιακής οργάνωσης Bimco. Απαραίτητη προϋπόθεση ώστε αυτό να επιτευχθεί, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η δυνατότητα να διατηρήσουμε τον στόλο μας και τις προσφερόμενες μεταφορικές υπηρεσίες ανταγωνιστικές, διαφορετικά ο κίνδυνος διαφαίνεται μεγάλος, πρόσθεσε ο κ. Παπαγιαννόπουλος, ο οποίος από τον προσεχή Μάιο θα αναλάβει τη θέση του προέδρου της Bimco.
Στη συνέχεια ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος της παρέμβασης του κ. Παπαγιαννόπουλου στο 3ο Ναυτιλιακό Συνέδριο της «Ν», στην πρώτη ενότητα που είχε θέμα: «Η ναυτιλία αρωγός στην προσπάθεια της Ευρώπης να πρωταγωνιστήσει στο παγκόσμιο εμπόριο».
«Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος στο παγκόσμιο εμπόριο, καθώς εκπροσωπεί περίπου το 20% των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών. Το ελεύθερο εμπόριο δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί με τους σημερινούς ρυθμούς, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς τη συμβολή της ναυτιλίας. Πράγματι, με το 90% των εμπορευμάτων που μεταφέρονται παγκοσμίως να πραγματοποιείται διά θαλάσσης, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως η ναυτιλία αποτελεί τον πυλώνα και τον καταλύτη του παγκόσμιου εμπορίου.
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), περίπου το 90% του εξωτερικού της εμπορίου και το 37% του εσωτερικού της διακινείται διά θαλάσσης. Πρόσφατη, μάλιστα, μελέτη από το Oxford Economics για την οικονομική σημασία της ευρωπαϊκής ναυτιλίας έδειξε ότι συνεισφέρει 147 δισεκατομμύρια τον χρόνο στο ΑΕΠ της Ε.Ε. (σύμφωνα με στοιχεία του 2013), ενώ προσφέρει, άμεσα και έμμεσα, 2,2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι για κάθε 1 εκατ. ευρώ που συνεισφέρει ο κλάδος της ναυτιλίας στο ΑΕΠ της Ε.Ε. δημιουργείται επιπλέον άλλο 1,6 εκατ. ευρώ στην οικονομία της μέσω των οικονομικών «πολλαπλασιαστών».
Ο κοινοτικός στόλος τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αυξηθεί περίπου κατά 75%. Αγγίζει σήμερα το 40% της παγκόσμιας χωρητικότητας περίπου, ενώ το 50% αυτού είναι ελληνόκτητος. Εκτός από τα οικονομικά και εμπορικά οφέλη που προαναφέρθηκαν, ένας ισχυρός κοινοτικός στόλος εξασφαλίζει μεταξύ άλλων την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός ιδιαίτερης σημασίας σε εποχές γεωπολιτικών κρίσεων και αμφιβολιών.
Ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής ναυτιλίας αποτελεί η ελληνική ναυτιλία, όπως είναι εμφανές από το εντυπωσιακό ποσοστό συμμετοχής της στον ευρωπαϊκό στόλο, της οποίας το μεταφορικό έργο διεξάγεται κατά 97,5% μεταξύ τρίτων χωρών, είναι δηλαδή αυτό που λέμε cross trading. Η ελληνική ναυτιλία, όμως, διατηρεί και παγκοσμίως ηγετική θέση καθώς ο στόλος της ανέρχεται σε περίπου 5.000 πλοία (πλοία άνω των 1.000 gt), αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Η ποσοτική αυτή υπεροχή του ελληνικού εφοπλισμού αλλά και η συσσωρευμένη τεχνογνωσία και εμπειρία καθώς και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του, καθιστούν τις προσφερόμενες μεταφορικές υπηρεσίες της ελληνικής και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής ναυτιλίας ιδιαίτερα ανταγωνιστικές. Έτσι, η ναυτιλία αποτελεί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς της και καθοριστικής σημασίας για την ευημερία της.
Η ευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία, όμως, στην παγκόσμια εμπορική ναυτιλία δεν μπορεί να νοείται ως δεδομένη. Αντίθετα, το επίτευγμα αυτό είναι και θα γίνεται και στο μέλλον ακόμα πιο δύσκολο να διατηρηθεί. Και τούτο όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία και στο εμπόριο και της ταχείας ανάπτυξης ναυτιλιακών ασιατικών χωρών, αλλά και εξαιτίας δυσπραγιών και άλλων σκοπέλων στο ίδιο το ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επίδραση που έχει το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο στη ναυτιλία είναι αναπόφευκτη. Οι ελεύθερες και ανοικτές αγορές αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την ομαλή λειτουργία και ανάπτυξή της. Είναι πολύ θετικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως προτεραιότητα στην ατζέντα της την ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου, μέσω της δημιουργίας ισότιμων όρων διεθνών ναυτιλιακών συναλλαγών και μέσω της στήριξης της ελεύθερης πρόσβασης στις αγορές και της απελευθέρωσης των συναλλαγών.
Προσπάθειες σύναψης πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων, όπως η πρόσφατη υπογραφή της CETA (Comprehensive and Economic Trade Agreement) μεταξύ Ευρώπης και Καναδά, αποτελούν στρατηγικές ζωτικής σημασίας για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Ιδιαιτέρως δεδομένου ότι τα προσεχή 10-15 χρόνια το 90% της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να παραχθεί εκτός Ευρώπης. Δυστυχώς, εξελίξεις στην παγκόσμια πολιτική σκηνή φαίνεται να επισκιάζουν τέτοιες προσπάθειες, φέρνοντας στο προσκήνιο πολιτικές κρατικού προστατευτισμού και περιοριστικών εμπορικών μέτρων. Ωστόσο, το ελεύθερο εμπόριο, θεμέλιο του σύγχρονου δυτικού και δη ευρωπαϊκού πολιτισμού, αποτελεί παράγοντα ειρήνης και προόδου καθώς και αξία που δεν πρέπει να παραμερίζεται σε καιρούς κρίσης, αλλά αντίθετα να αξιοποιείται ως αντίμετρο και ως πυξίδα για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών.
Από την άλλη, περιφερειακές ρυθμίσεις, οι οποίες υπερβαίνουν ή έρχονται σε αντίθεση με τους κανονισμούς του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού του ΙΜΟ, αποτελούν πρόσκομμα για τις ναυτιλιακές δραστηριότητες και πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγονται. Είναι αυταπόδεικτο πως καθόσον η ναυτιλία είναι μια ακραιφνώς διεθνής βιομηχανία, έχει ανάγκη από διεθνή πρότυπα και κανονισμούς.
Επομένως, οι περιφερειακές ρυθμίσεις αντιμάχονται τις ίδιες τις ανάγκες της ναυτιλίας, δημιουργώντας επιπρόσθετα τον κίνδυνο φαύλου κύκλου αντιποίνων από τρίτες χώρες. Πέραν τούτου, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη συμμόρφωση, πολλές φορές συνεπάγονται άσκοπες δαπανηρές επενδύσεις, καθυστερήσεις στην εφαρμογή των κανονισμών του ΙΜΟ και τελικώς αποθάρρυνση του έργου του.
Η ευρωπαϊκή ναυτιλία πρέπει να διαφυλαχθεί ως ένα σημαντικότατο κεφάλαιο με σημαίνουσα συνεισφορά στην ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και στην πολιτική και στρατηγική θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς σχέσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση ώστε αυτό να επιτευχθεί, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η δυνατότητα να διατηρήσουμε τον στόλο μας και τις προσφερόμενες μεταφορικές υπηρεσίες ανταγωνιστικές, διαφορετικά ο κίνδυνος διαφαίνεται μεγάλος.
Μία βασική αρχή που θα πρέπει να τηρείται είναι η ύπαρξη ενός σταθερού νομικού πλαισίου. Ενέργειες που πλήττουν τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος προκαλώντας νομική αβεβαιότητα, βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας και τορπιλίζουν άμεσα την ευρύτερη πολιτική της Ευρώπης για δημιουργία ανταγωνιστικού, επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει πρώτη από όλους να εκτιμά και να υπολογίζει αυτό το τόσο σημαντικό, οικονομικά και στρατηγικά, κεφάλαιο που κατέχει, δηλαδή τη ναυτιλία της. Και θα πρέπει οι πολιτικές της Ε.Ε. και οι θέσεις της να καταδεικνύουν κατανόηση της βιομηχανίας και της διεθνούς διάστασής της, αλλά και σεβασμό στα επιτεύγματά και στον ρόλο που διαδραματίζει.
Πιστεύω ότι η κοινότητα εν γένει θα πρέπει να είναι πιο ενήμερη για το έργο που επιτελεί η ναυτιλία στο διεθνές εμπόριο καθώς και για τη σημασία της ναυτιλίας τόσο στο εθνικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο. Βαρύνουσα σημασία έχει και ο ρόλος των flag states τα οποία θα πρέπει να συνδράμουν ιδιαιτέρως από κοινού αυτόν το σκοπό δηλαδή Οι χώρες με τις μεγάλες ναυτιλίες να εκπονήσουν μια κοινή στρατηγική για να μπορέσουν να αντιπαρατεθούν στις τάσεις του προστατευτισμού και σε άλλα συμφέροντα που υπάρχουν στην Ευρώπη.
Τα δύο «κλειδιά»
Προχωρώντας στην ανάλυσή του ο κ. Παπαγιαννόπουλος επισήμανε: Δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη της στην Ε.Ε. έχουν διαφορετικό ναυτιλιακό ενδιαφέρον και προσανατολισμό, δεν θα πρέπει να γίνονται συμβιβασμοί εις βάρος της διεθνούς ναυτιλίας, αλλά να διατηρείται σε υψηλή προτεραιότητα το συμφέρον της. Επίσης, το πλαίσιο του «ναυτιλιακού επιχειρείν» στην Ε.Ε. θα πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει και να αντικατοπτρίζει τη διαφορετικότητα μεταξύ των κρατών σε σχέση με τη σημασία της ναυτιλίας, την παράδοση και την ιστορία της. Σε αντίθετη περίπτωση δεν εξυπηρετείται η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας, αλλά αντίθετα βλάπτεται.
Ειδικά σε μία παρατεταμένη περίοδο όπου η ναυτιλία σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σοβαρή και μεγάλης διάρκειας οικονομική κρίση, που εντείνεται από τη συνακόλουθη δυσπραγία χρηματοδότησης. Πολιτικές αλλαγές που προκαλούν αβεβαιότητα για διάφορα θέματα που σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως το BREXIT, όσο και διεθνώς, εντείνουν το κλίμα ρευστότητας και δυσχεραίνουν τη λήψη αποφάσεων. Το ελεύθερο εμπόριο ως παράγοντας προόδου και ειρήνης έχει ανάγκη μίας ναυτιλίας δυνατής, ανταγωνιστικής και βιώσιμης. Προς τούτο, περιβαλλοντικές ανησυχίες, τις οποίες βεβαίως συμμεριζόμαστε όλοι μας, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα από το πρίσμα και της οικονομικής βιωσιμότητας της ναυτιλίας. Εάν επιθυμούμε τη διατήρηση της πρωτεύουσας θέσης της ευρωπαϊκής ναυτιλίας σε διεθνές επίπεδο, και όχι περιχαράκωση και προστατευτισμό, απαραίτητο είναι: πρώτον, ένα διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο που δεν θα υποσκάπτεται από περιφερειακά μέτρα, δεύτερον, ευρωπαϊκές στρατηγικές που θα είναι αποτελεσματικές, ρεαλιστικές και προσανατολισμένες στις πραγματικές ανάγκες της βιομηχανίας και στον διεθνή ανταγωνισμό. Ελπίζω το 2017 οι νομοθέτες και οι αξιωματούχοι σε διεθνές και κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο να εισακούσουν τα κελεύσματα των αντιπροσωπευτικών ναυτιλιακών φορέων και να προτάξουν τη λογική, ώστε να μην παύσει η ευρωπαϊκή ναυτιλία να πρωτοπορεί και να ανοίγει παγκοσμίως δρόμους για ανάπτυξη. Οι διεθνείς οργανισμοί της ναυτιλίας, ανάμεσά τους και η BIMCO, δρουν πάντοτε υποστηρικτικά προς αυτόν τον σκοπό.